Περίπου το 6% των γυναικών αντιμετωπίζουν προβλήματα ούρησης, τα οποία συχνά είναι πολύπλοκα και δυσδιάγνωστα, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού αιτιών που τα προκαλούν. Δεδομένου ότι η πλήρης ίαση δεν είναι πάντοτε δυνατή, η διαχείρισή τους στοχεύει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων με κάθε διαθέσιμο – κατά περίπτωση – θεραπευτικό μέσο, προκειμένου οι ασθενείς να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους.
Οι πιο συχνές αιτίες
Οι πιο συχνές διαταραχές στη φυσιολογική λειτουργία της ούρησης στις γυναίκες είναι:
- Σταγονοειδής αποβολή ούρων
- Αίσθημα ατελούς κένωσης της ουροδόχου κύστης
- Μείωση της ροής των ούρων
Η συχνότερη από τις αιτίες είναι η υπολειτουργικότητα του εξωστήρα. Πιθανή, αλλά όχι συνηθισμένη, είναι η απόφραξη στο ύψος του αυχένα της ουροδόχου κύστης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις συνυπάρχει ο συνδυασμός των δύο καταστάσεων.
Η ακριβής διάγνωση προκειμένου να υιοθετηθεί η καταλληλότερη θεραπεία αποτελεί πρόκληση, δεδομένου ότι τα συμπτώματα κατακράτησης αλλά και ακούσιας αποβολής ούρων μπορεί να συνυπάρχουν.
- Η πρωτοπαθής υπολειτουργικότητα του εξωστήρα (παρατεταμένη κένωση της ουροδόχου κύστης ή/και αποτυχία πλήρους κένωσής της εντός κανονικού χρονικού διαστήματος), σχετίζεται αποκλειστικά με την ηλικία και δεν έχει άλλες αιτίες, ενώ
- η δευτερογενής συνδέεται με μια ανιχνεύσιμη σχετική παθολογία, π.χ. σακχαρώδη διαβήτη ή απόφραξη στο ύψος του αυχένα της ουροδόχου κύστης.
Εγκεφαλικές βλάβες και γήρανση
Οι εγκεφαλικές βλάβες και άλλες παθήσεις του νευρικού συστήματος μπορεί να προκαλέσουν υπολειτουργικότητα του εξωστήρα ή μη συστολή του.
Η γήρανση, επίσης, είναι ένας συχνός λόγος αδυναμίας του εξωστήρα. Μπορεί να προκληθεί από εκφύλιση και να επηρεάσει την ικανότητά του να διατηρήσει παρατεταμένη σύσπαση για να αδειάσει εντελώς την ουροδόχο κύστη.
Άλλα παθολογικά αίτια
Γαστρεντερολογία και τεχνητή νοημοσύνη – ARTIFICIAL INTELLIGENCE (AI)
Βεβαίως, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως η εμμηνόπαυση, η δυσκοιλιότητα, η καθιστική ζωή, η χορήγηση αναισθησίας.
- Η εμμηνόπαυση μπορεί να οδηγήσει σε εκφυλισμό και απώλεια μυϊκών κυττάρων του εξωστήρα, ενώ
- η δυσκοιλιότητα οδηγεί σε διάταση του ορθού και μείωση της συσταλτικότητας του εξωστήρα ή/και παρεμπόδιση του αδειάσματος της ουροδόχου κύστης.
- Είναι δε γνωστό ότι ένα ευρύ φάσμα φαρμάκων συμβάλλουν ή προκαλούν προβλήματα ούρησης, όπως αντιψυχωτικά, αντιχολινεργικά, αντικαταθλιπτικά, μερικά αντιπαρκινσονικά (απομορφίνη), οπιούχα, αντιισταμινικά και αδρενεργικά.
Ανατομικά και λειτουργικά αίτια
Οι αιτιώδεις παράγοντες για την απόφραξη στο ύψος του αυχένα της ουροδόχου κύστης είναι είτε ανατομικοί είτε λειτουργικοί. Στους ανατομικούς περιλαμβάνεται η πρόπτωση πυελικών οργάνων, π.χ. της μήτρας. Αυτό συμβαίνει στο 2% των γυναικών με 1ου και 2ου βαθμού πρόπτωση και έως 33% με 3ου και 4ου βαθμού.
Τι εξετάσεις απαιτούνται για ακριβή διάγνωση
Για την ακριβή διάγνωση των προβλημάτων ούρησης στις γυναίκες, τα συμπτώματα πρέπει να αξιολογούνται με ουροδυναμικές και απεικονιστικές εξετάσεις. Σε αυτά περιλαμβάνονται η μείωση της ροής των ούρων, η διακοπτώμενη ούρηση, η μη πλήρης κένωση της ουροδόχου κύστης, η ανάγκη άμεσης επαναληπτικής ούρησης, η εξαρτώμενη από τη θέση ούρηση και η σταγονοειδής απώλεια ούρων μετά την ούρηση.
Πέραν της κλινικής εξέτασης, χρήσιμο εργαλείο για τη διάγνωση είναι τα αντικειμενικά δεδομένα σχετικά με την πρόσληψη υγρών, τη συχνότητα της ούρησης, τον συνολικό όγκο και τους μέγιστους όγκους των ούρων που αποβλήθηκαν, καθώς και τα επεισόδια ακράτειας. Αυτά παρέχονται στους θεράποντες ιατρούς συνήθως μέσω ενός ημερολόγιου, όπου ο ασθενής διατηρεί για 2 ή 3-7 ημέρες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, πάντως, είναι απαραίτητες και κάποιες επεμβατικές ουροδυναμικές εξετάσεις, οι οποίες μπορούν να συνδυαστούν με βίντεο-ουροδυναμική (video-cystography) και ηλεκτρομυογραφία των μυών πυελικού εδάφους/γραμμωτού σφιγκτήρα.
Η θεραπεία των προβλημάτων ούρησης
Για τη θεραπεία των διαταραχών ούρησης στις γυναίκες υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις, ανάλογα με την τελική διάγνωση και εάν ο στόχος είναι ο εξωστήρας, η έξοδος της ουροδόχου κύστης ή και τα δύο. Πρέπει δηλαδή να στοχεύει είτε στην αύξηση της συσταλτικότητας της ουροδόχου κύστης, είτε στη μείωση της αντίστασης στην ούρηση, είτε και στα δύο. Υπάρχουν διάφορες διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές, που κυμαίνονται από την συντηρητική θεραπεία με φαρμακευτική αγωγή, έως τις χειρουργικές θεραπείες, ανάλογα με το πρόβλημα.