Η αντιμετώπιση του καταρράκτη γίνεται με χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία αφαιρείται ο θολωμένος φακός του ματιού και τοποθετείται στη θέση του ένας νέος, διάφανος, συνθετικός φακός (ενδοφακός). Μερικές φορές, ωστόσο, άνθρωποι που υποβάλλονται με επιτυχία σε επέμβαση καταρράκτη, παρουσιάζουν αρκετό καιρό αργότερα νέα θόλωση της όρασής τους. Αν και πολλοί περιγράφουν τη νέα διαταραχή ως «υποτροπή του καταρράκτη», αυτό δεν μπορεί να συμβεί.
Δευτεροπαθής καταρράκτης.
Ο δευτερογενής καταρράκτης, όπως είναι η επιστημονική ονομασία της κατάστασης, δεν οφείλεται στο ότι ξαναδημιουργείται η πάθηση. Από τη στιγμή που έχει αφαιρεθεί ο φυσικός φακός του ματιού, δεν υπάρχει πιθανότητα υποτροπής. Ούτε μπορεί να θολώσει ο ενδοφακός. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι θολώνει το περιφάκιο, δηλαδή η μεμβράνη στην οποία στηρίζεται ο ενδοφακός.
Όταν αναπτυχθεί καταρράκτης και πρέπει να αφαιρεθεί ο φακός, ο γιατρός αφαιρεί σε μεγάλο βαθμό και το πρόσθιο τμήμα του περιφακίου. Ωστόσο διατηρεί ακέραιο το οπίσθιο τμήμα του, γιατί στηρίζεται σε αυτό ο ενδοφακός.
«Η εγχείρηση πέτυχε, αλλά…»
Στη διάρκεια, όμως, της επέμβασης, μπορεί να απομείνουν στο τοίχωμα του οπισθίου τμήματος του περιφακίου μερικά κύτταρα του φυσικού φακού. Σε μερικούς ασθενείς, τα κύτταρα αυτά διαφοροποιούνται, πολλαπλασιάζονται και δημιουργούν έναν πολύ λεπτό ιστό, σαν ουλή, πίσω από τον συνθετικό ενδοφακό. Η «ουλή» αυτή προκαλεί θόλωμα της όρασης, διότι εμποδίζει την ελεύθερη διέλευση του φωτός, η οποία είναι απαραίτητη για την όραση.
Οι αλλαγές στην όραση εξαιτίας του δευτερογενούς καταρράκτη παρατηρούνται μέσα σε 1-2 χρόνια από την εγχείρηση (συνήθως έπειτα από αρκετές εβδομάδες ή μήνες). Υπολογίζεται ότι ένας στους τρεις ασθενείς που έχουν κάνει εγχείρηση καταρράκτη, παρουσιάζουν και δευτερογενή καταρράκτη.
Παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη δευτεροπαθούς καταρράκτη
Παράγοντες κινδύνου είναι η μικρή ηλικία του ασθενούς (κάτω των 60 ετών όταν κάνει εγχείρηση καταρράκτη), το οξύ γλαύκωμα ή το ιστορικό παλαιότερης επέμβασης στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού. Αντιθέτως, η εγχείρηση LASIK για την βελτίωση της όρασης (π.χ. για διόρθωση της μυωπίας) δεν αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης δευτερογενούς καταρράκτη.
Τα καλά νέα είναι πως ο δευτερογενής καταρράκτης μπορεί να αντιμετωπιστεί πολύ γρήγορα και ανώδυνα, με μία μικροεπέμβαση με ειδικό λέιζερ (YAG laser). Η επέμβαση γίνεται με μικροσκοπική τομή, απ’ όπου το λέιζερ κατευθύνεται στην «ουλή» του περιφακίου για να την αφαιρέσει.
Η μικροεπέμβαση διαρκεί λίγα λεπτά, η ανάρρωση είναι γρήγορη και δεν απαιτούνται ράμματα. Η όραση συνήθως βελτιώνεται μέσα σε μία-δύο ημέρες, ενώ ο ασθενής πρέπει να βάζει για λίγες μέρες κολλύριο στα μάτια του.