Η έρευνα μελέτησε αρχεία γεννήσεων και θανάτων για περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως, από τον 18ο αιώνα έως σήμερα, από προβιομηχανικές, βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Επίσης, μελετήθηκαν παρόμοια στοιχεία από έξι είδη πρωτευόντων (γορίλες, χιμπατζήδες, μπαμπουίνους, καπουτσίνους κ.ά.).
Η ανάλυση κατ’ αρχάς επιβεβαίωσε ότι οι άνθρωποι έχουν κάνει την πιο γρήγορη πρόοδο στο προσδόκιμο ζωής τους από κάθε άλλη εποχή. Κατά τις τελευταίες γενιές, οι άνθρωποι έχουν επεκτείνει τη διάρκεια της ζωής τους περισσότερο από κάθε άλλη φορά σε όλο το οικογενειακό «δέντρο» των πρωτευόντων.
Η δεύτερη βασική διαπίστωση είναι ότι όχι μόνο οι άνθρωποι ζουν μακροβιότερες και πιο υγιείς ζωές (κυρίως χάρη στις προόδους στην ιατρική και στη δημόσια υγεία), αλλά παντού στον κόσμο οι άνδρες συνεχίζουν να ζουν λιγότερο από τις γυναίκες, πράγμα που συμβαίνει γενικότερα με τα αρσενικά πρωτεύοντα.
Οι ερευνητές από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Δανία, τον Καναδά και την Κένυα, με επικεφαλής την καθηγήτρια βιολογίας Σούζαν Άλμπερτς του Πανεπιστημίου Ντιουκ της Β. Καρολίνα, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS).
«Κατά τις τελευταίες λίγες εκατοντάδες χρόνια κάναμε μεγαλύτερο ταξίδι στο να επιμηκύνουμε τη διάρκεια της ζωής μας, από ό,τι είχαμε κάνει σε μια εξελικτική ιστορία εκατομμυρίων ετών» δήλωσε η Άλμπερτς.
Για παράδειγμα, σε ανεπτυγμένες χώρες όπως η Σουηδία, μέσα στα τελευταία 200 χρόνια το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε από τα 35 έτη σε πάνω από 80. Οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν ένα πλεονέκτημα 40 έως 50 ετών μεγαλύτερης ζωής σε σχέση με όσες φυλές συνεχίζουν να ζουν με τον παραδοσιακό τρόπο στην Αφρική ή στη Νότια Αμερική. Με τη σειρά τους, αυτοί οι σύγχρονοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες ζουν κατά μέσο όρο 10 έως 20 χρόνια περισσότερο από τους χιμπατζήδες, τους στενότερους συγγενείς μας γενετικά.
Η παιδική θνησιμότητα είναι πια μικρότερη από τρεις θανάτους ανά 1.000 γεννήσεις στις σύγχρονες ανεπτυγμένες χώρες, αλλά ήταν τουλάχιστον 40 φορές μεγαλύτερη πριν από δύο αιώνες, ενώ παραμένει ακόμη υψηλή μεταξύ των σύγχρονων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και των πιθήκων ή των μαϊμούδων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα οφέλη του μεγαλύτερου προσδόκιμου ζωής διαχέονται ισότιμα στην κοινωνία και δεν αποτελούν προνόμιο μιας μειοψηφίας. Από την άλλη όμως, περιέργως δεν κλείνει με τίποτε η «ψαλίδα» μεταξύ ανδρών-γυναικών.
Ένα κορίτσι που γεννιόταν π.χ. στη βόρεια Ευρώπη πριν από 200 χρόνια αναμενόταν ότι θα ζήσει κατά μέσο όρο τρία έως τέσσερα χρόνια περισσότερα από ό,τι ένα συνομήλικο αγόρι. Σήμερα και παρά το ότι οι άνθρωποι -άνδρες και γυναίκες- ζουν πια 40 έως 50 χρόνια περισσότερα, ένα κορίτσι συνεχίζει να έχει το ίδιο σχεδόν πλεονέκτημα στο προσδόκιμο ζωής σε σχέση με ένα αγόρι. Στη σύγχρονη Ρωσία η «ψαλίδα» μεταξύ των δύο φύλων αγγίζει τα 10 χρόνια. Σε όλες τις χώρες οι γηραιότεροι άνθρωποι είναι συνήθως γυναίκες.
«Αποτελεί ένα αίνιγμα. Αν μπορούμε να κάνουμε τη ζωή να διαρκεί τόσο πολύ, γιατί δεν μπορούμε να κλείσουμε το χάσμα μεταξύ ανδρών-γυναικών;» αναρωτήθηκε η Άλμπερτς.
Μια πιθανή εξήγηση είναι γενετική, μια άλλη είναι ορμονική (πιθανώς η αυξημένη τεστοστερόνη εξασθενεί το ανδρικό ανοσοποιητικό σύστημα) και μια τρίτη ότι οι άνδρες είναι πιο επιρρεπείς σε ριψοκίνδυνες συμπεριφορές. Αν ο «ένοχος» βρεθεί, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ίσως οι άνδρες έχουν ελπίδες να «πιάσουν» τις γυναίκες στο μέλλον.