Σύμφωνα με πληροφορίες, ένας από τους κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών στη χώρα μας, υπέστη έμφραγμα.
Ο Τάκης Λουκανίδης γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1937 στο Μεσοχώρι Παρανεστίου Δράμας από αγροτική πολύτεκνη οικογένεια. Οι γονείς του ονομάζονταν Γιώργος και Χριστίνα και είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Θανάση που επίσης υπήρξε σπουδαίος ποδοσφαιριστής της Δόξας και του Ολυμπιακού, τον Χαράλαμπο, την Κωνσταντία και την Σοφία. Σε ηλικία πέντε ετών έχασε τον πατέρα του, τον οποίο κρέμασαν οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής το 1942.
Από τότε η μητέρα τους έγινε και πατέρας για τα πέντε παιδιά της. Τους συμπαραστεκόταν ακόμα και στο γήπεδο, στις κερκίδες της θρυλικής Δόξας. Από το 1947 είχαν μετακομίσει στη Δράμα σε ένα σπιτάκι δύο δωματίων και η μάνα του έκανε δυο δουλειές για να ζήσουν. Ωστόσο, τον μικρό Τάκη αναγκάστηκε να τον βάλει στο ορφανοτροφείο, από όπου βγήκε πτυχιούχος της Μέσης Γεωπονικής Σχολής της Κομοτηνής.
Ο Τάκης έπαιζε μπάλα στο ορφανοτροφείο της Δράμας και στη Γεωπονική μπήκε στην ομάδα της Σχολής ως τερματοφύλακας αρχικά και έπειτα ως μέσος, αμυντικός, επιθετικός και σε όποια θέση είχε ανάγκη η ομάδα, μπορούσε να αγωνιστεί.
Υπέγραψε το πρώτο του δελτίο το 1953 στην ΑΕΚ Κομοτηνής. Το 1955 υπογράφει στη Δόξα Δράμας, αλλά ένα σπάσιμο στο χέρι τον αφήνει πίσω στις προπονήσεις την πρώτη χρονιά. Τελικά με μεγάλη προσπάθεια καταφέρνει να παίξει στην πρώτη ομάδα, αν και ήταν μόλις 19 χρονών. Και τι ομάδα: Αντώνης Γεωργιάδης, Παρ. Γρηγοριάδης, Παύλος Γρηγοριάδης, Κοτρίδης, Ιωάννου, Πιστικός κι ο αδελφός του Θανάσης. Παράλληλα, πιάνει δουλειά στην Ηλεκτρική Εταιρεία της πόλης και εξασφαλίζεται επαγγελματικά.
Το 1958 καλείται στην Εθνική ομάδα, ο μόνος παίκτης εκτός ΠΟΚ, για τον αγώνα με την μεγάλη Γαλλία των Φονταίν, Κοπά, για το Κύπελλο Εθνών. Ντεμπούτο του Λουκανίδη αλλά συντριβή με 1-7, μια από τις μεγαλύτερες της εθνικής ομάδας. Επίσης, αγωνίζεται στην Εθνική Ενόπλων κατά τη διάρκεια της θητείας του.
Ενδιαφέρεται και ο Παναθηναϊκός, με τον οποίο ο παίκτης τα βρίσκει. Η Δόξα αντιδρά κι έτσι ο Λουκανίδης φεύγει για ένα χρόνο στην Κύπρο, στον Α.Π.Ο.Ε.Λ., από όπου σύμφωνα με κάποιο κανονισμό της εποχής, μπορούσε στη συνέχεια να μεταγραφεί σε οποιαδήποτε ομάδα επιθυμούσε.
Τελικά, το 1961 υπογράφει στον Παναθηναϊκό, αφού στο μεταξύ τον είχαν πλησιάσει και παράγοντες του Ολυμπιακού.
Στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε ως το 1969, κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο Ελλάδος. Στο μεσοδιάστημα γνώρισε τη σύζυγό του, την Άννη, αλλά επειδή δεν τον ήθελαν οι δικοί της αναγκάστηκαν να φύγουν στη Νότια Αφρική το 1965. Έπαιξε κι εκεί σε μια ομάδα για λίγους μήνες.
Λίγο αργότερα, κατάφερε να πάρει μεταγραφή στον Άρη, στον οποίο αγωνίστηκε μία σεζόν και έφτασε ως την κατάκτηση του Κυπέλλου. Ήταν το τέλος μιας λαμπρής καριέρας. Στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά με το πρακτορείο ΠΡΟΠΟ που είχε ανοίξει.
Μεγάλο του προσόν ήταν ότι μπορούσε να αγωνιστεί σε πολλές θέσεις γι’ αυτό θεωρείται ένας από τους πιο πλήρεις Έλληνες ποδοσφαιριστές. Αγωνίστηκε στην ΑΕΚ Κομοτηνής και στη Δόξα Δράμας. Πριν προλάβει κάποια ευρωπαϊκή ομάδα να τον εντάξει στο δυναμικό της, ο Αντώνης Μαντζαβελάκης τον έφερε στον Παναθηναϊκό το 1962, με τον οποίο αγωνίστηκε για 7 χρόνια.
Είχε 50 συμμετοχές (13 γκολ) με τη Δόξα Δράμας. Σε 142 αγώνες στην Α΄Εθνική με τον Παναθηναϊκό σκόραρε 59 φορές και άλλες 12 στο κύπελλο. Συμμετείχε σε 11 παιχνίδια στην Ευρώπη επιτυγχάνοντας 3 γκολ. Με τον Παναθηναϊκό κέρδισε 3 πρωταθλήματα (1962, 1964, 1965) και ένα κύπελλο (1967).
Έκλεισε την καριέρα του στον Άρη Θεσσαλονίκης, με τον οποίο έπαιξε σε 45 αγώνες (8 γκολ) και κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδος το 1970.Συμμετείχε σε 23 αγώνες της Εθνικής Ελλάδας και σκόραρε 3 φορές.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]