Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν τα φιλμ “Τα Τρία Πατώματα”, του γνώριμου Νάνι Μορέτι και το ισπανικό δράμα “Μαϊσάμπελ” της Ισιάρ Μπολέιν. Περίφημες και οι δύο επανεκδόσεις, το αριστουργηματικό “Blow-Up”, που γύρισε το 1966 ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, και το εκκεντρικό κωμικό γουέστερν “Τζο ο Λεμονάδας” του Τσέχου Όλντριχ Λίπσκι, προσφέρουν γλυκιές αναμνήσεις.
Τα Τρία Πατώματα (Tre Piani). Δραματική κωμωδία, ιταλικής και γαλλικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Νάνι Μορέτι, με τους Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Μαργκερίτα Μπάι, Άλμπα Ρορβάκερ, Αντριάνο Τζιανίνι, Ντενίς Ταντούτσι κ.ά.
Η επιστροφή του Νάνι Μορέτι, που οι δοκιμασίες της υγείας του, η ευαίσθητη ματιά του, οι ιδεολογικές περιπέτειες και ήττες, αλλά και η κρυφή ελπίδα που τον συντηρεί, τον έχουν καταστήσει ως έναν από τους πλέον αναγνωρίσιμους Ευρωπαίους δημιουργούς, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος, με την τελευταία του ταινία, ακόμη και στις άνυδρες εποχές που ζούμε, με τους αιθουσάρχες να περιμένουν να γεμίσουν όταν βγαίνουν οι χάρτινοι υπερήρωες παγανιά.
Ο 69χρονος Ιταλός σκηνοθέτης και ηθοποιός, στην τελευταία του ταινία, που αποτέλεσε επίσημη συμμετοχή στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών, για πρώτη στην καριέρα του διασκευάζει ένα βιβλίο, το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ισραηλινού Έσκολ Νέβο, επιχειρώντας, για ακόμη μία φορά, μια βουτιά ενδοσκόπησης, μιας βαθιάς επανεξέτασης των επιλογών του, των επιλογών μας.
Η ιστορία του απλή, επικεντρώνεται σε μια μικρή πολυκατοικία της Ρώμης και σε τρεις ευκατάστατες οικογένειες που ζουν σε διαφορετικούς ορόφους της. Μέσα σε μια δεκαετία, θα διηγηθεί την ιστορία ενός ζευγαριού δικαστικών που έχει προβλήματα επικοινωνίας με τον γιο του, μιας οικογένειας που η κόρη της έπεσε θύμα αποπλάνησης από έναν ηλικιωμένο γείτονα και μιας μητέρας με νεογέννητο που βλέπει οράματα κάνοντας δύσκολη τη ζωή τού συζύγου της.
Ο Μορέτι ξεδιπλώνει με προσοχή και λεπτομερώς, αλλά και με μια βραδύτητα υπερβολική, ορισμένες φορές, τη μικρή ταπετσαρία των κεντρικών χαρακτήρων της ιστορίας του, έχοντας αποφασίσει ότι θα ακολουθήσει τον μελοδραματικό δρόμο, που μπορεί να έχει τη χάρη του, αλλά συνάμα κρύβει και παγίδες όταν ξεστρατίζει έστω και ελάχιστα. Τις περισσότερες φορές τα καταφέρνει με την τρυφερή ματιά του, το διακριτικό του χιούμορ, την απόφασή του να γίνει κοφτερά δυσάρεστος σε ηθικά θέματα, για μια κοινωνία που δείχνει ζαλισμένη- αλλά, μεταξύ μας, μια μικρή ζαλάδα την έχει και ο Μορέτι, βλέποντας τον κόσμο να αλλάζει ραγδαία προς το χειρότερο.
Ταινία που έχει το ενδιαφέρον της -πολύ κοντά στο ύφος του βραβευμένου με Χρυσό Φοίνικα “Δωματίου του Γιου μου”-, με καλοδουλεμένους χαρακτήρες και ζεστό ρωμαϊκό άγγιγμα και που βασίζεται εν πολλοίς και στο αξιόλογο καστ (Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Άλμπα Ρορβάκερ, Αντριάνο Τζιανίνι, ναι, ο γιος του Τζιανκάρλο), στο οποίο συμμετέχει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Τρεις οικογένειες ζουν στους τρεις ορόφους του ίδιου κτιρίου σε μία πολυτελή συνοικία της Ρώμης. Μέσα σε μία δεκαετία, η ζωή αναγκάζει τους πρωταγωνιστές να έρθουν αντιμέτωποι με συγκρούσεις που επηρεάζουν τις σχέσεις μεταξύ αδελφών, γονιών, παιδιών και συζύγων. Οι επιλογές τους αντανακλούν πανανθρώπινα ηθικά ζητήματα και έχουν συνέπειες στις ζωές τους.
NICK HARKAWAY στον ΕΤ: «Ο Ψυχρός Πόλεμος είναι δυστυχώς επίκαιρος»
Η Χαμένη Κόρη (The Lost Daughter). Δραματική ταινία, αμερικανικής και ελληνικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Μάγκι Τζίλενχαλ, με τους Ολίβια Κόλμαν, Ντακότα Τζόνσον, Τζέσι Μπάκλεϊ, Πίτερ Σάρσγκααρντ κ.ά.
Είναι απ’ αυτές τις περιπτώσεις που όλα πάνε στραβά. Εκεί που περιμένεις, αν μη τι άλλο, να απολαύσεις τις Σπέτσες, τη θάλασσα, το ελληνικό φως, πριν τα μισά της ταινίας, αρχίζουν οι βροχές και η γκριζάδα του ουρανού και το νησάκι του Αργοσαρωνικού μετατρέπεται σε Βόρεια Ιταλία. Εκεί που λες ότι δεν θα αφήνανε στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της, την καλή ηθοποιό, Μάγκι Τζίλενχαλ, χωρίς φροντίδα και κάποια “προστασία” από πιθανά λάθη απειρίας, βλέπεις ότι το σκηνοθετικό αποτέλεσμα δεν ξεπερνά τον μέσο όρο μίας παραγωγής του Netfix. Τι μένει; Τα ονόματα ενός αξιόλογου ομολογουμένως καστ, που όμως δείχνει ορισμένες φορές παράταιρο και η Ολίβια Κόλμαν, μόνη της να το παλεύει, αλλά μάταια, καθώς το παιχνίδι είναι χαμένο από τα αποδυτήρια.
Η Τζίλενχαλ, που είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα του ομώνυμου μπεστ σέλερ της Έλενα Φεράντε, από το 2018, μετέφερε τη δράση του βιβλίου από την Ιταλία στην Ελλάδα -τουλάχιστον ηθοποιοί και συνεργείο χάρηκαν τα μπάνια τους- αλλά και τόσο πλαδαρά, ανερμάτιστα, που στο τέλος διερωτάσαι γιατί έγιναν όλα αυτά που είδες στο πανί. Δηλαδή, μια 50άρα μοναχική καθηγήτρια, που κάνει τις διακοπές της στις Σπέτσες, πέφτει πάνω σε μια μεγάλη παρέα νεόπλουτων Ελληνοαμερικάνων, που αναστατώνει τη ραστώνη της παραλίας και τον εύθραυστο ψυχικό κόσμο της ηρωίδας. Παρά ταύτα θα βοηθήσει στον εντοπισμό μιας μικρής που χάθηκε από τη νεαρή μητέρα της, αλλά αμέσως μετά θα κλέψει, εντελώς αδικαιολόγητα, την αγαπημένη κούκλα του παιδιού που θυμίζει τις δικές της δυσκολίες στο μεγάλωμα των δυο κοριτσιών της, καθώς και αυτή ήταν μικρομητέρα και με έναν άνδρα που συνεχώς απουσίαζε. Κι εκεί που νομίζεις ότι η ταινία μπορεί να εξελιχθεί σε ένα ψυχολογικό θρίλερ, συνεχίζεται υποτονικά ως μία επιλόχειος κρίση, με καθυστέρηση 25 χρόνων και με ένα πέρα δώθε γκρίνιας, θλίψης και ανόητων καταστάσεων, μιας αναιμικής αλληγορίας και παιδιάστικων συμβολισμών, με αρκετά και τραβηγμένα υπερβολικά φλας μπακ, φτάνοντας σε ένα φινάλε ακόμη πιο ανούσιο.
Τώρα, πώς κατάφερε μία επιεικώς μέτρια ταινία να πάρει βραβεία, διακρίσεις και να είναι υποψήφια για τρία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και εκείνο του σεναρίου, που ήταν κατώτερο και από το συνολικό αποτέλεσμα, είναι μάλλον ενδεικτικό στο τέλμα που έχει πέσει το αμερικανικό σινεμά.
Η Ολίβια Κόλμαν, με τα μισοδακρυσμένα μάτια, την κατάθλιψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και τον τρόμο στο σώμα της, δείχνει δικαιολογημένα ανήμπορη να σώσει την κατάσταση, όπως και η Τζέσι Μπάκλεϊ, στο ρόλο της νεαρής καθηγήτριας. Η Ντακότα Τζόνσον, όμορφη μεν άχρωμη δε, οι υπόλοιποι ηθοποιοί αδιάφοροι και ο πολύπειρος Εντ Χάρις δυστυχώς στα όρια της γραφικότητας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Λήδα απολαμβάνει τις μοναχικές της διακοπές στις Σπέτσες, όταν αρχίζει να εμπλέκεται σταδιακά με μια νεαρή μητέρα και την κόρη της, τις οποίες πετυχαίνει καθημερινά στην ίδια παραλία. Καθώς μάνα και κόρη έχουν μια ιδιαίτερη και έντονη σχέση, η Λήδα καταβάλλεται από τις αναμνήσεις και τα μπερδεμένα συναισθήματα αγάπης, σύγχυσης και έντασης της δικής της πρώιμης μητρότητας. Μια μυστηριώδης παρόρμηση την αναγκάζει να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τις αντισυμβατικές επιλογές που έκανε ως νέα μητέρα και, κυρίως, τις συνέπειες αυτών των επιλογών.
Μαϊσάμπελ (Μaixabel). Ιστορικό δράμα, ισπανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Ισιάρ Μπολέιν, με τους Λουίς Τοσάρ, Μπλάνκα Πορτίγιο, Μπρούνο Σεβίγια, Μαρία Σερεθουέτα, Νταβίντ Μπλάνκα κ.ά.
Ενδιαφέρουσα πολιτική δραματική ταινία, που κέρδισε τρία βραβεία Γκόγια, έκανε τεράστια εισπρακτική επιτυχία στην Ισπανία και εστιάζει περισσότερο στο αίσθημα του μίσους που φωλιάζει στους ανθρώπους, αλλά και στην ανάγκη για συγχώρεση και σε αυτόν που τη θέλει και σε αυτόν που τη δίνει. Μιλά, χωρίς κραυγές ή μελοδραματισμούς, για το πανανθρώπινο μήνυμα συμφιλίωσης, την ειρηνική συνύπαρξη, την κατανόηση του άλλου, σε έναν κόσμο που τρέφεται από το μίσος, την εχθρότητα, τον ρατσισμό.
Η Ισιάρ Μπολέιν (“Η Ελιά”, “Ακόμη και η Βροχή”), ακόμη μία σκηνοθέτιδα εκπρόσωπος του κοινωνικού σινεμά, θυμίζοντας αρκετά Κεν Λόουτς, σε μεσογειακή έκδοση, εδώ καταπιάνεται με πραγματικά γεγονότα, που τάραξαν για δεκαετίες την Ισπανία, όπως είναι ο ένοπλος αγώνας της βασκικής αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ. Το στόρι της περιγράφει την ανάγκη ενός εκτελεστή της ένοπλης οργάνωσης, να συναντηθεί με τη γυναίκα ενός πολιτικού, που δολοφόνησε ο ίδιος, και την κατανόηση τού αιτήματός του έπειτα από 11 χρόνια, παρά τις αντιδράσεις της κόρης της και όλων αυτών που εκμεταλλεύθηκαν τον ένοπλο αγώνα της ΕΤΑ για να στήσουν νέες διαχωριστικές γραμμές μίσους και πολιτικής εκμετάλλευσης.
Καλογραμμένο σενάριο, στιβαρή σκηνοθεσία, παρά τις όποιες συμβατικές έως και απλοϊκές περιγραφές ορισμένων καταστάσεων -ειδικά στους κόλπους της ΕΤΑ- και αντιμετωπίζοντας σχετικά επιδερμικά το βασκικό ζήτημα, η ταινία δεν χάνει ποτέ τη δυναμική της, τον ρυθμό της, αλλά και τη συγκινητική διάσταση του θέματος, αναδεικνύοντας το κουράγιο τής γυναίκας, της Μαϊσάμπελ, η οποία θέλει να συναντήσει και να συγχωρέσει τον δολοφόνο του συντρόφου της.
Ικανοποιητικές οι ερμηνείες της Μπλάνκα Πορτίγιο, στο ρόλο της Μαϊσάμπελ και του Λουίς Τοσάρ, στο ρόλο του Βάσκου εκτελεστή, καθώς μεταδίδουν τη θλίψη που βαραίνει την καρδιά τους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το 2000 ένας πολιτικός δολοφονείται από Βάσκους αυτονομιστές της ΕΤΑ, αφήνοντας χήρα την αγαπημένη του γυναίκα, και ορφανή μια μικρή κόρη. Καθώς τα χρόνια περνούν, κάποιοι από τους καταδικασμένους Βάσκους μαχητές αρχίζουν να αναθεωρούν τη στάση τους στη φυλακή, αποκηρύσσοντας την ένοπλη βία, με αποτέλεσμα να απομονωθούν από τους πρώην συντρόφους τους. Ένας από αυτούς, έχοντας μετανοήσει ριζικά για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει, ζητά να συναντηθεί με τη χήρα του Ισπανού που ο ίδιος, μαζί με έναν σύντροφό του, σκότωσε πριν 11 χρόνια. Ενώ η κόρη της αρνείται κατηγορηματικά, προσπαθώντας να αποτρέψει τη μητέρα της από το να συναντήσει τον φονιά του πατέρα της, η Μαϊσάμπελ τελικά δέχεται να δει τον άνθρωπο που της στέρησε τον αγαπημένο της σύντροφο, σε μια παράτολμη προσπάθεια να ανακαλύψει μια δική της προσωπική δικαίωση για όσα βίωσε.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Ουπς 2! Ο Νώε Ξαναέφυγε (Ooops! The Adventure Continues). Η αγαπημένη παρέα των μικρών μας φίλων μπαίνει σε νέες κεφάτες περιπέτειες, έχοντας ως βασικό, απλά κατανοητό και διεισδυτικό μήνυμα «ότι όλοι μπορούμε να ξεπεράσουμε τις διαφορές μας». Η παρέα των Φίνι και Λέα, έπειτα από τις τρελές περιπέτειες της πρώτης ιστορίας τους, πλέουν ανοιχτά πάνω στην Κιβωτό του Νώε, αλλά οι προμήθειες αρχίζουν και τελειώνουν, απειλώντας την εύθραυστη ειρήνη ανάμεσα στα σαρκοφάγα και τα φυτοφάγα ζώα. Όταν θα αναθαρρήσουν βρίσκοντας επιτέλους ένα νησάκι, όπου ζουν ειρηνικά άλλα ζωάκια, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το ζωηρό ηφαίστειο και τις απειλητικές δονήσεις του. Το χαριτωμένο παιδικό- νηπιακό animation (ιρλανδικής παραγωγής 2020), σε σκηνοθεσία των Τόμπι Γκένκελ και Σον ΜακΚόρμακ, προβάλλεται μεταγλωττισμένο στα ελληνικά, με τις φωνές των Άρη Αβραμέα, Νίκη Γρανά, Κώστα Τερζάκη, Κώστα Αποστολίδη κ.ά.
Blow-Up. Το εξαιρετικό, κλασικό πλέον, φιλμ του Μικελάντζελο Αντονιόνι (“Η Έκλειψη”, “Η Περιπέτεια”, “Η Νύχτα”) που αποτελεί την πρώτη του παραγωγή στα αγγλικά, γυρισμένη στο Λονδίνο του 1966 και κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1967. Από τις σημαντικότερες ταινίες τής εποχής Pop Art, σε σενάριο του ιδίου και του Τονίνο Γκουέρα, φωτογραφία του Κάρλο Ντι Πάλμα, μοντάζ Φρανκ Κλαρκ, μουσική του Χέμπερτ Χάνκοκ και παραγωγή του Κάρλο Πόντι. Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης παίζει συνεχώς με την αβεβαιότητα, με το τι είναι πραγματικό και τι όχι, βάζοντας τον ήρωά του, έναν φωτογράφο που ζει μια ηδονιστική, ξέφρενη, χωρίς νόημα ζωή στο Λονδίνο, να ανακαλύπτει, ζουμάροντας μια φωτογραφία του, ύποπτες κινήσεις που οδηγούν σε ένα φόνο. Εκπληκτική εικαστική δουλειά απ’ όλους τους συντελεστές, που δένει με το πλήθος συμβολισμών τής ταινίας, η οποία στην εποχή της θεωρήθηκε άσεμνη (μπόλικο γυμνό, ναρκωτικά κλπ) και υπέστη το ψαλίδισμα από τη λογοκρισία. Θαυμάσιοι οι, γεμάτοι νεανικό σφρίγος, Ντέιβιντ Χέμινγκς, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Σάρα Μάιλς, Τζέιν Μπίρκιν. Η ταινία προβάλλεται σε αποκατεστημένες ψηφιακές κόπιες.
Τζο ο Λεμονάδας (Lemonade Joe). Τσέχικη παρωδία γουέστερν (1964), σε σκηνοθεσία του Όλντριχ Λίπσκι, που ο τίτλος της, έγινε πολύ πιο γνωστός από την ίδια την ταινία τις δεκαετίες του ’60 και ’70. Εκκεντρική κωμωδία, ορισμένες φορές ξεκαρδιστική, που σατιρίζει ανελέητα τα στερεότυπα και τα κλισέ του χολιγουντιανού γουέστερν, γυρισμένη σε ύφος βουβής ταινίας, με λιγοστούς διαλόγους και μπόλικη μουσική. Η ταινία, που μπορεί να φαντάζει ελαφρώς παρωχημένη, αλλά ουδόλως “κακοχυμένη”, έχει τη χάρη της και κυρίως τη νοσταλγική της αξία. Ο Λίπσκι, από τους επιφανείς εκπροσώπους του Νέου Κύματος του Τσέχικου σινεμά, με “ειδικότητα” στην κωμωδία, δεν θα αφήσει τίποτα όρθιο για τη μακρινή Δύση, αλλά κυρίως για την αδηφαγία του αμερικάνικου καπιταλισμού, που θέλει και τη λεμονάδα του, για να ξεδιψάσει…