Και αυτό γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση με αυτό το βίντεο κατηγορεί συλλήβδην τους δημοσιογράφους – εργαζόμενους ότι χρηματίζονται.
Στο βίντεο αρχικά εμφανίζεται μια παρουσιάστρια που λέει στον θεατή «ο πρωθυπουργός…» και τότε αρχίζει να «βρέχει» χρήματα…
Αμέσως η παρουσιάστρια, συνεχίζει λέγοντας «Ο πρωθυπουργός μας» και τότε αρχίζουν να πέφτουν ακόμα περισσότερα λεφτά, με την ίδια να αφήνει το κείμενο που διαβάζει και αρχίζει και μαζεύει τα χρήματα, λέγοντας: «Ο Κυριάκος μας».
Δείτε το βίντεο του ΣΥΡΙΖΑ
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, απαντώντας στον ΣΥΡΙΖΑ, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Οι μάσκες του ΣΥΡΙΖΑ έπεσαν. Αντιτίθεται στον έλεγχο για τα μέσα ενημέρωσης που συμμετείχαν στην εκστρατεία ενημέρωσης για τον κορονοϊό και τα ποσά που τους καταβάλλονται.
Φτάνει μάλιστα στην αθλιότητα να εκτοξεύει απειλές κατά του Υπουργείου Οικονομικών το οποίο εκ του νόμου δεν έχει καμία εμπλοκή στην κατανομή των πόρων παρά μόνο στο συνολικό ποσό που διατίθεται.
‘Ο,τι κι αν κάνει, δεν μπορεί να ξεφύγει από ένα ερώτημα: Πόσα χρήματα δόθηκαν στο Μέσο με το οποίο ταυτίζεται ο κ. Τσίπρας στην περίοδο που κυβερνούσε;».
Η ΕΣΗΕΑ απέστειλε την επιστολή στο Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του «ΣΥΡΙΖΑ» κύριο Πάνο Σκουρλέτη, διαμαρτυρόμενη για video που διασύρει τους Έλληνες δημοσιογράφους. Η επιστολή έχει ως εξής:
«Κύριε Σκουρλέτη,
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ στηλιτεύει τον απαράδεκτο διασυρμό συλλήβδην του δημοσιογραφικού κόσμου μέσω του προκλητικού video που δημοσιεύσατε στο βωμό της πολιτικής αντιπαράθεσης και της αντιπολιτευτικής τακτικής.
Η ΕΣΗΕΑ διαχρονικά και σταθερά ζητεί διαφάνεια και ισοτιμία σε οποιαδήποτε διαδικασία σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα, με οικονομική ενίσχυση των ΜΜΕ.
Σας υπενθυμίζουμε, άλλωστε, ότι με επιστολή μας μέσα στον Μάιο σας απευθύναμε, όπως και σε όλα τα κόμματα, πρόσκληση για συνάντηση, προκειμένου να συζητήσουμε το φλέγον ζήτημα της ενίσχυσης του έντυπου Τύπου και τα κριτήρια που θα τη διέπουν. Δυστυχώς, δεν ανταποκριθήκατε. Αντίθετα, επιλέγετε να επιτίθεστε στο σύνολο των δημοσιογράφων που στην πλειονότητά τους εργάζονται -όσοι έχουν ακόμη δουλειά- κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς εργασιακές και μισθολογικές συνθήκες.»