Οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα τεθούν στο τραπέζι της συζήτησης που θα έχει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Ντόναλντ Τραμπ στη συνάντησή τους στον Λευκό Οίκο στις 7 Ιανουαρίου, κομβικό «σταθμό» σε έναν διπλωματικό μαραθώνιο που ξεκινά η Αθήνα με το νέο έτος.
«Η Ελλάδα δεν απαιτεί τίποτε, αλλά και δεν εκχωρεί τίποτα. Και δεν προκαλεί, αλλά συνομιλεί. Ο δρόμος του διαλόγου είναι ανοιχτός και για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και για τις διερευνητικές επαφές και για πολιτικό διάλογο», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο «Βήμα»: «Πρόθεσή μου, λοιπόν, είναι να συζητούμε με την Τουρκία και στα τρία επίπεδα. Και πιστεύω πως, ναι, θα πρέπει να πούμε καθαρά ότι αν δεν μπορούμε να τα βρούμε, τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε η μία διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα να εκδικαστεί από ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και για να είμαι απολύτως σαφής, αναφέρομαι στον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν πιστεύουμε – και το πιστεύουμε – ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα ως χώρα από αυτή την εξέλιξη», ξεκαθάρισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Για το αν είναι έτοιμο το πολιτικό σύστημα και η ελληνική κοινωνία να δεχθούν τον συμβιβασμό που θα επιβάλει το Δικαστήριο της Χάγης, ο πρωθυπουργός τόνισε: «Οταν προσφύγουμε στη Χάγη για να λύσει τη διαφορά μας με την Τουρκία, θα πρέπει να είμαστε αφενός απολύτως σίγουροι ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας. Και αφετέρου απολύτως έτοιμοι να δεχθούμε την τελική απόφαση ενός τέτοιου διεθνούς οργάνου. Θεωρώ δεδομένο ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα τύγχανε της στήριξης όλων των πολιτικών δυνάμεων. Είναι απαραίτητο να γίνει. Αν κρίνω από τις δημόσιες τοποθετήσεις των υπόλοιπων κομμάτων, δεν βλέπω να υπάρχει κάποια ουσιαστική αντίρρηση. Διαμορφώνεται, με άλλα λόγια, μια πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία που αναγνωρίζει ότι πρέπει, με κάποιον τρόπο, να λύσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία. Οχι, όμως, υπό καθεστώς πίεσης και εκβιασμών. Αυτή η συζήτηση έχει ήδη ανοίξει στην ελληνική κοινωνία, που πιστεύω ότι αντιλαμβάνεται πως αυτή είναι και η σωστή επιλογή. Γιατί ποια άλλη επιλογή έχουμε; Να μην κάνουμε τίποτα και να παραμένουμε σε μια ισορροπία τρόμου με την Τουρκία που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξει σε ένα σενάριο όπου θα είμαστε και οι δύο χαμένοι; Διότι κερδισμένος δεν υπάρχει σε ένα σενάριο θερμού επεισοδίου».
Για το ότι η Τουρκία εκβιάζει με το μεταναστευτικό, ο κ. Μητσοτάκης απάντησε: «Διαχωρίζω τα δύο θέματα. Τα ελληνοτουρκικά είναι ζήτημα διμερές, συμφωνιών που ισχύουν και Διεθνούς Δικαίου, ενώ το μεταναστευτικό είναι θέμα ευρωπαϊκό και ευρύτερο. Σε ό,τι αφορά το πρώτο, δεν κάνουμε καμία έκπτωση στα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Και επιδιώκουμε πρόοδο με βάση όλα όσα προανέφερα. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, διατηρούμε την καλή ελπίδα ότι η Τουρκία θα φερθεί πιο λογικά με βάση και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Αν, ωστόσο, το κόστος που πρέπει να πληρώσει η χώρα για μια στιβαρή εξωτερική πολιτική είναι οι αυξημένες ροές, τότε θα το αναλάβει. Δεν πρόκειται να νερώσω καθόλου το κρασί μου στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων μας. Εχουμε πει πολλές φορές τι θα κάνουμε για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού και ελπίζω σε μεγαλύτερη ευρωπαϊκή εμπλοκή».
Για τις συναντήσεις που είχε με τον Τούρκο πρόεδρο, ο πρωθυπουργός σημείωσε: «Οταν συνάντησα τον κ. Ερντογάν, επιδίωξα σχέσεις καλής γειτονίας, φιλίας και διαλόγου με την Τουρκία. Και επιμένω σε αυτή την προσέγγιση. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, ενεργοποιώντας ένα πολύ πυκνό πλέγμα διπλωματικών πρωτοβουλιών ώστε να αποκρούσει τις τελευταίες παράνομες και εκτός διεθνούς νομιμότητας και κοινής λογικής κινήσεις της τουρκικής πλευράς. Η Τουρκία είναι εξαιρετικά απομονωμένη στις πρόσφατες επιλογές της».
Από την έντυπη έκδοση