Μετά τη συνάντηση που είχαν χθες το βράδυ στο Μέγαρο Μαξίμου αιφνιδιαστικά γνωστοποίησαν και -μάλιστα για πρώτη φορά με κοινό ανακοινωθέν- τα όλα όσα επί μήνες είχαν μυστικά, ως φαίνεται, μελετήσει και αφορούν στις σχέσεις της Εκκλησίας-κράτους και δη την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και τη μισθοδοσία των ιερέων.
Σαν μια πρώτη εικόνα, η Εκκλησία φαίνεται να «κερδίζει» σε πολλά (από τα δεκαπέντε) σημεία της συμφωνίας, η οποία και θα πάρει μορφή νομοθετικής ρύθμισης με την προϋπόθεση ότι «θα περάσουν» από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ) και στη συνέχεια από την Ιεραρχία.
Συγκεκριμένα, η Εκκλησία κατάφερε να εξασφαλίσει: «Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939, οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939, απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της», καθώς επίσης και ότι «το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του Κλήρου, ως με ευρεία έννοια αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε».
Ως σημείο-«κλειδί» εκτιμάται αυτό που «αγγίζει» τους κληρικούς. Η συμφωνία, αν και προβλέπει την απομάκρυνσή τους από το Δημόσιο (που σημαίνει ότι απελευθερώνονται 10.000 θέσεις), ωστόσο στην ουσία δεν αλλάζει κάτι, καθώς ρητά αναφέρεται ότι η Πολιτεία δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων.
Οπως προβλέπεται, το ποσό θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ σημαντική είναι και η λεπτομέρεια ότι η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και «προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών».
Στο πλαίσιο αυτό, διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας. Παρ’ όλα αυτά, μια πιθανή επιλογή της Εκκλησίας για αύξηση του αριθμού των κληρικών «δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης».
Πρακτικά τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι κατά πόσον το ποσό της «επιδότησης» ενδέχεται να «εξουδετερωθεί» από το Ταμείο Αξιοποίησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας, που συμφωνήθηκε να δημιουργηθεί.
Οπως είπε ο πρωθυπουργός, ο οποίος έκανε λόγο για μια «ιστορική συμφωνία», το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο, δύο μέλη θα διορίζονται από την Εκκλησία, δύο από την κυβέρνηση και ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού. Σκοπός του είναι να αναλάβει «τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος, περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση». Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος. «Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
Γεωργιάδης για διαγραφή Σαμαρά: «Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα διαφορετικό ο Μητσοτάκης» - Όλο το παρασκήνιο
Ενώ η ήδη συσταθείσα με το Ν. 4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς».
Την ίδια στιγμή, η Εκκλησία «κέρδισε» και την ισχύ των παραδόσεων της χώρας. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση προωθεί τη θρησκευτική ουδετερότητα, ωστόσο από τη χθεσινή δήλωση του πρωθυπουργού προκύπτει ότι ο όρος δεν θα έρθει σε αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις της χώρας.
Ο πρωθυπουργός διαβεβαίωσε τον Αρχιεπίσκοπο ότι «η επικείμενη συνταγματική μεταρρύθμιση και ειδικότερα οι αλλαγές που αφορούν στο άρθρο 3 έχουν ως στόχο να αναβαθμίσουν το διακριτό ρόλο της Eκκλησίας, ενισχύοντας την αυτονομία της, αναγνωρίζοντας όμως παράλληλα τη σημαντική, μοναδική προσφορά της στη γέννηση και διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους».
Μάλιστα, τόνισε ότι «η διακηρυκτική αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους διασφαλίζει αφενός μεν τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου, δε, εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Προφανώς, αυτή η αρχή δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας».
Από την πλευρά του ο κ. Ιερώνυμος επανέλαβε ότι είναι μύθος τα περί αμύθητης περιουσίας της Εκκλησίας, προσθέτοντας ότι βρήκε ανταπόκριση στα ερωτήματά του. Οπως είπε, η Εκκλησία θα γίνει πιο λειτουργική, υπηρέτης και διάκονος του θελήματος του λαού και υπογράμμισε ότι «θα προχωρήσουμε σε πνεύμα αυτοτέλειας και συνεργασίας». Μάλιστα, ευχαρίστησε τον κ. Τσίπρα «γιατί αφήνετε το προοίμιο του Συντάγματος, όπως το έφτιαξαν οι πατέρες μας».
Ολόκληρο το ρεπορτάζ στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]