Όπως ανέφερε, «είναι καλό να γίνονται τέτοιες συζητήσεις», καθώς αναδεικνύονται τα πολιτικά επιχειρήματα και οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων. Άλλα είναι τα προβλήματα της δημοκρατίας, δεν είναι η έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Τα προβλήματα της δημοκρατίας έχουν να κάνουν με την αδιαφάνεια, με την υπόθαλψη ακροδεξιών πρακτικών, φασιστικών ομάδων. Αυτά είναι τα πραγματικά προβλήματα της δημοκρατίας».
Σε ό,τι αφορά το μέτρο των συντάξεων, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε ότι από τη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή αναδείχθηκε η υποκριτική στάση της ΝΔ, «η οποία εδώ και τέσσερις ημέρες μάς εξηγούσε για ποιο λόγο είναι αδύνατο να μην εφαρμοστεί το συγκεκριμένο μέτρο». Όπως είπε, η ΝΔ έχει έναν λόγο να θεωρεί ότι είναι απαγορευτικό για την κυβέρνηση να επανεξετάσει την εφαρμογή του μέτρου και αυτός «έχει να κάνει με την προεκλογική της καμπάνια» και το «πολιτικό της αφήγημα» σύμφωνα με το οποίο «εισερχόμαστε σε μία τέταρτη μνημονιακή περίοδο».
Σχετικά με την τροπολογία για τη μη εφαρμογή του μέτρου περικοπής των συντάξεων, τόνισε ότι η ΝΔ παίρνει πρωτοβουλίες «πολιτικά άσφαιρες» και πρόσθεσε ότι αυτή η συζήτηση θα γίνει «όταν έχουμε τα τελικά δημοσιονομικά αποτελέσματα για το 2018» και οι προβλέψεις θα είναι πιο σαφείς για τη δημοσιονομική πορεία του 2019.
Σχολιάζοντας όσα είπε ο ΣΕΒ σχετικά με την αναγκαιότητα περικοπής των συντάξεων, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επισήμανε ότι «ο ΣΕΒ παίζει μία πολιτική θέση ακραία» και υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση δεν θα ρωτήσει τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών για τη δημοσιονομική πολιτική που θα ακολουθήσει. Όπως συμπλήρωσε, η τοποθέτηση του ΣΕΒ είναι περισσότερο πολιτική και βάσει των ειδικών συμφερόντων του και όχι υπέρ των συμφερόντων του ελληνικού λαού.
Ερωτηθείς για τη σύζυγο του κ. Μητσοτάκη, ο κ. Τζανακόπουλος απάντησε ότι το ζήτημα δεν αφορά «δήθεν προσωπική επίθεση», καθώς η είδηση ότι χρηματοδοτήθηκε η εταιρείας της από offshore συγκεκριμένου επιχειρηματία, η οποία χρηματοδότησε και την εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», «συνιστά πολιτικό ζήτημα» και δεν ανάγεται στην ιδιωτική σφαίρα του κ. Μητσοτάκη και της συζύγου του, αλλά αφορά στη δημόσια ζωή. Μάλιστα, όπως είπε, ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι αυτοκράτορας, ούτε αυτοκράτειρα η σύζυγός του, αλλά δημόσια πρόσωπα που πρέπει να έχουν μεγαλύτερη νομική ανοχή στον έλεγχο σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των αντίμετρων, ο κ. Τζανακόπουλος υποστήριξε ότι όλα εξαρτώνται από τη δημοσιονομική πορεία της χώρας και επανέλαβε ότι υπάρχει χώρος 800 εκατ. για το 2019 και από αυτά, περίπου 700 με 750 εκατ. ευρώ θα κατευθυνθούν σε φοροελαφρύνσεις και σε περίπτωση που θα υπάρξει μεγαλύτερος χώρος, θα ληφθούν και μέτρα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Σε ερώτηση σχετικά με τη συμφωνία με την πΓΔΜ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε «βαθύτατα πεπεισμένος ότι υπάρχουν βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου, που θα τοποθετηθούν με υπευθυνότητα» και θα είναι θετικοί ως προς την κύρωση της συμφωνίας.
Με αφορμή τη μήνυση εναντίον του πρωθυπουργού, Ζόραν Ζάεφ, από την αντιπολίτευση της χώρας του, για εσχάτη προδοσία, ανέφερε ότι η ΝΔ ενώθηκε με το πιο ακροδεξιό τμήμα της γειτονικής χώρας, χρησιμοποιώντας τα ίδια επιχειρήματα και την ίδια τακτική του WMRO.
Για τη στάση των ΑΝΕΛ, ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε ότι δεν τον ανησυχεί καθόλου. «Θα τα δούμε όλα» είπε και πρόσθεσε: «Θα συζητήσουμε αναλυτικά με τους ΑΝΕΛ και θα καταλήξουμε σε μία αποδεκτά κοινή θέση, ώστε να ολοκληρώσει η κυβέρνηση τη θητεία της». Επίσης, τόνισε ότι δεν προκύπτει από τον χρονικό ορίζοντα της παρούσας κυβέρνησης να μην φέρει η ίδια τη συμφωνία στη Βουλή προς κύρωση.
Σχετικά με τις δημοσκοπήσεις και την επίδραση του ζητήματος της πΓΔΜ στην πρόθεση ψήφου, ο υπουργός Επικρατείας επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι οι Έλληνες πολίτες θα ψηφίσουν με βασικό κριτήριο το ποιος μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στη μεταμνημονιακή περίοδο και να εξασφαλίσει την ηγετική θέση της στα Βαλκάνια.
Με αφορμή το ονοματολογικό της πΓΔΜ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ευθέως ότι «η ΝΔ με τον πολιτικό της λόγο και τον τρόπο που έχει επιλέξει να τοποθετηθεί στην αντιπαράθεση για τη συμφωνία με την πΓΔΜ έχει υιοθετήσει, στην πραγματικότητα, λόγους και πρακτικές της νέας εθνικοφροσύνης, έχει προσφέρει κάλυψη και πολιτική νομιμοποίηση σε ακροδεξιές, φασιστικές ομάδες», οι οποίες «είναι αρκετά σίγουρες για τον εαυτό τους ώστε να βγουν από τις κρυψώνες τους».
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]