Το δημοσίευμα αναφέρεται σε πέντε τεστ, που θα κρίνουν αν η έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια θα είναι τόσο απρόσκοπτη όσο ελπίζουν οι πολιτικοί της και αν η στιγμή αυτή θα αποτελέσει πραγματικά ένα καθοριστικό βήμα για την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα.
Το πρώτο αφορά στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας, το οποίο έχει μειωθεί πολύ, με την απόδοση των διετών ελληνικών ομολόγων να είναι χαμηλότερη από την απόδοση των αντίστοιχων τίτλων του αμερικανικού δημοσίου αυτό τον μήνα. Αν και αυτή δεν είναι η πιο ενδεδειγμένη άμεση σύγκριση, καθώς η απόδοση των διετών ομολόγων του γερμανικού κράτους παραμένει σε αρνητικό έδαφος, «αποτελεί ωστόσο μία εντυπωσιακή απεικόνιση της έκτασης, στην οποία έχει μειωθεί η νευρικότητα της αγοράς σχετικά με την Ελλάδα».
Το δεύτερο αφορά στην πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου, το οποίο δεν σημείωσε περαιτέρω άνοδο μετά το ράλι που έκανε το περασμένο καλοκαίρι, παρά τα κέρδη που κατέγραψαν άλλα χρηματιστήρια στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Τα δημοσιεύματα επενδυτών από ταμεία επιχειρηματικών συμμετοχών που συρρέουν στην Αθήνα για την αγορά περιουσιακών στοιχείων σε χαμηλές τιμές αποτελούν μία πρώτη ένδειξη ότι οι επενδύσεις επανέρχονται στην Ελλάδα, αλλά αυτό δεν έχει ακόμη σημαντική επίδραση στις εισηγμένες εταιρείες, σημειώνουν οι Financial Times.
Το τρίτο αφορά στην άντληση κεφαλαίων που σχεδιάζει η Ελλάδα φέτος με εκδόσεις ομολόγων. Το 2018 λήγουν ελληνικοί κρατικοί τίτλοι, αξίας άνω των 16 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορούν σε βραχυπρόθεσμους τίτλους που ανανεώνονται. Το περασμένο καλοκαίρι, η Ελλάδα άντλησε με την επιτυχή επάνοδό της στις αγορές νέα κεφάλαια 3 δισ. ευρώ, αν και μεγάλο μέρος του αφορούσε την ανταλλαγή υφιστάμενων ομολόγων με νέους τίτλους μεγαλύτερης διάρκειας. Προχώρησε επίσης στην ανταλλαγή ομολόγων ύψους 30 δισ. ευρώ σε πέντε νέους τίτλους, σε μία προσπάθεια να βελτιώσει τη ρευστότητα των συναλλαγών. Οι χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να συζητήσουν τώρα αν θα δώσουν στην Ελλάδα περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους – ένα κρίσιμο θέμα που το ΔΝΤ θέλει να έχει αντιμετωπισθεί πριν από τη λήξη του προγράμματος.
Το τέταρτο είναι ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα του ελληνικού χρέους κατέχεται από χώρες της Ευρωζώνης – περιλαμβανομένων των δύο ταμείων διάσωσης της Ευρωζώνης. Αν και η Ελλάδα επιχειρεί τώρα να αυξήσει τη ρευστότητα του χρέους της με την ενοποίηση υφιστάμενων ομολόγων και τις σχεδιαζόμενες νέες εκδόσεις φέτος, η έκτασή τους επισκιάζεται από τα ποσά που κατέχουν οι (επίσημοι) πιστωτές της που δεν διαπραγματεύονται το χρέος της, σημειώνει το δημοσίευμα.
Το πέμπτο αφορά την πορεία του χρέους της χώρα. Αν και η οικονομία της έχει επανέλθει στην ανάπτυξη, το ελληνικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να κορυφωθεί το επόμενο έτος στο 184%, σύμφωνα με προβλέψεις του ΔΝΤ. Μετά από μία δεκαετία αναταραχής, η ελληνική οικονομία έχει ακόμη μακρύ δρόμο για την πραγματική λύση της κρίσης χρέους της, σημειώνει το δημοσίευμα.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]