Τα κοτόπουλα εκτιμάται ότι έφθασαν στη Μεσόγειο γύρω στο 800 π.Χ., δηλαδή προς το τέλος της Ομηρικής Εποχής.
Προηγούμενες μελέτες είχαν ισχυριστεί ότι τα κοτόπουλα εξημερώθηκαν για πρώτη φορά πριν περίπου 10.000 χρόνια στην Κίνα, στη Νοτιοανατολική Ασία ή στην Ινδία και ότι εμφανίστηκαν στην Ευρώπη πριν περίπου 7.000 χρόνια. Οι νέες έρευνες επιστημόνων από πολλές χώρες (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Αργεντινή), οι οποίοι έκαναν δύο σχετικές δημοσιεύσεις στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS) και στο περιοδικό Antiquity (Αρχαιότητα), συμπέραναν ότι η προηγούμενη εκτίμηση για τόσο παλαιά εξημέρωση και εξάπλωση είναι εσφαλμένη.
Η νέα μελέτη αξιολόγησε απομεινάρια κοτόπουλων από περισσότερες από 600 τοποθεσίες σε 89 χώρες, εξετάζοντας σκελετούς ζώων, ευρήματα σε τάφους και ιστορικά αρχεία. Τα αρχαιότερα επιβεβαιωμένα οστά εξημερωμένου κοτόπουλου βρέθηκαν στη νεολιθική εγκατάσταση Μπαν Νον Βατ στην κεντρική Ταϊλάνδη και χρονολογούνται μεταξύ 1650 και 1250 π.Χ.
Η χρονολόγηση με τη μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα 23 κοτόπουλων που βρέθηκαν στη δυτική Ευρασία και στη βορειοδυτική Αφρική έδειξε ότι αυτά είναι πολύ πιο πρόσφατα από ό,τι θεωρούνταν προηγουμένως. Αυτή η ανακάλυψη καταρρίπτει τον ισχυρισμό ότι υπήρξαν κοτόπουλα στην Ευρώπη πριν το 1000 π.Χ. και οδηγεί στη νέα εκτίμηση ότι πιθανότατα δεν έφθασαν στην ήπειρό μας πριν το 800 π.Χ., αρχικά στη Μεσόγειο.
Η μελέτη εκτιμά ότι η διαδικασία εξημέρωσης βρισκόταν σε εξέλιξη ήδη περί το 1500 π.Χ. στη νοτιοανατολική Ασία και στη συνέχεια τα κοτόπουλα μεταφέρθηκαν αρχικά στην υπόλοιπη Ασία και στη συνέχεια στη Μεσόγειο από τους Έλληνες, Ετρούσκους και Φοίνικες θαλάσσιους εμπόρους. Από τη Μεσόγειο ήταν θέμα χρόνου να διασκορπιστούν στην Ευρώπη. Στη συνέχεια, χρειάστηκαν σχεδόν 1.000 χρόνια για να φθάσουν τα κοτόπουλα και να εγκλιματιστούν στα ψυχρότερα κλίματα της Σκωτίας, της Ιρλανδίας, της Σκανδιναβίας και της Ισλανδίας.
Η κινητήρια δύναμη πίσω από την εξημέρωση των κοτόπουλων εκτιμάται ότι ήταν η εμφάνιση της ξηρής καλλιέργειας ρυζιού στη νοτιοανατολική Ασία, όπου ζούσε ο άγριος πρόγονος του κοτόπουλου, η κόκκινη όρνιθα της ζούγκλας. Η νέα γεωργική πρακτική σχετικά με το ρύζι λειτούργησε ως μαγνήτης για να κατέβουν οι άγριες όρνιθες από τα δέντρα που ζούσαν έως τότε και να ξεκινήσουν «στενές επαφές» με τους ανθρώπους, ιδίως τους καλλιεργητές ρυζιού.
Στην πορεία προέκυψε η εξημέρωση και τελικά η εκτροφή του κοτόπουλου, με αποτέλεσμα αυτό να γίνει ένα από τα πολυπληθέστερα ζώα στη Γη σήμερα. Η μελέτη δείχνει, πάντως, ότι για πολύ καιρό τα κοτόπουλα θεωρούνταν κάτι εξωτικό και μόνο μετά από πολλούς αιώνες αντιμετωπίστηκαν ως σημαντική πηγή τροφής.
Στη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου στην Ευρώπη, σύμφωνα με τους ερευνητές, τα κοτόπουλα τύγχαναν μάλλον…σεβασμού και γενικά δεν θεωρούνταν τροφή. Αρκετά από τα πρώτα ευρωπαϊκά κοτόπουλα θάβονταν μόνα τους ή μαζί με ανθρώπους (οι άνδρες συχνότερα μαζί με κόκορες και οι γυναίκες με κότες). Ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αυτή που κατέστησε τα κοτόπουλα και τα αυγά τους φαγητό, αν και στη Βρετανία έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. τα κοτόπουλα συνήθως δεν τρώγονταν.
Η καθηγήτρια Ναόμι Σάικς του βρετανικού Πανεπιστημίου του Έξετερ δήλωσε: «Επειδή είναι τόσο συχνό το να τρώμε κοτόπουλα, οι άνθρωποι νομίζουν ότι πάντα τα τρώγαμε. Όμως τα στοιχεία μας δείχνουν ότι η προηγούμενη σχέση μας με τα κοτόπουλα ήταν πολύ πιο πολύπλοκη και ότι επί αιώνες τα κοτόπουλα αποτελούσαν αντικείμενο λατρείας και σεβασμού».
Ο καθηγητής Γκρέγκερ Λάρσον του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ανέφερε: «Η νέα ολοκληρωμένη επαναξιολόγηση των κοτόπουλων κατ’ αρχήν δείχνει πόσο λάθος ήταν η έως τώρα κατανόησή μας για τον χρόνο και τον τόπο της εξημέρωσης των κοτόπουλων. Επιπλέον -και ίσως ακόμη πιο ενδιαφέρον- δείξαμε ότι η άφιξη της ξηρής καλλιέργειας του ρυζιού υπήρξε ο καταλύτης τόσο για τη διαδικασία εξημέρωσης του κοτόπουλου όσο και για την παγκόσμια εξάπλωσή του».
Η δρ Οφελί Λεμπρασέρ του Πανεπιστημίου της Τουλούζης Πολ Σαμπατιέ και του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας (CNRS) της Γαλλίας χαρακτήρισε «εντυπωσιακό το γεγονός ότι τα κοτόπουλα είναι πανταχού παρόντα και τόσο δημοφιλή σήμερα, παρ’ όλα αυτά εξημερώθηκαν σχετικά πρόσφατα».