Οι προσφεύγοντες στη Δικαιοσύνη υποστηρίζουν, μεταξύ των άλλων, ότι η ΔΕΗ «καταχρώμενη τη δεσπόζουσα θέση της στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ενεργούσα υπό διττή και εναλλασσόμενη κατά το δοκούν περίπτωση, άλλοτε ως προμηθεύτρια και άλλοτε ως παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας, μετήλθε αθέμιτες και δη αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, συνιστάμενες αφενός στην εφαρμογή των παραπάνω άκυρων, ως αδιαφανών, γενικών όρων, αφετέρου στην παραπλανητική παράλειψη παροχής ουσιωδών πληροφοριών περί της διαδικασίας τιμολόγησης, επέβαλε μονομερώς και χωρίς να προβλέπεται στις συμβάσεις προμήθειας τη ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, η οποία δημιουργώντας πλήρη σύγχυση ως προς τις χρεώσεις και τρόπο υπολογισμού τους, με αποκλειστικό σκοπό να οδηγήσει τον καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε».
Αρχικά, το Πρωτοδικείο αφού αναφέρεται στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ηλεκτρική ενέργεια αλλά και την εναρμόνιση της χώρας μας με τον Ευρωπαϊκό δίκαιο, για τη σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και το νομοθετικό πλαίσιο που τη ΔΕΗ, υπογραμμίζει ότι «η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας έχει πλέον αναχθεί σε χρηματιστηριακό προϊόν και διαμορφώνεται από το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας» και προσθέτει: «Η ρήτρα όχι μόνο δεν είναι αδόκιμη αλλά συνιστά μία συναλλακτικώς αποδεκτή πρακτική στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου η τιμολογούμενη προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας να ανταποκρίνεται στην αρχής της κοστοστρέφειας».
Κατά το Πρωτοδικείο, «οι ρήτρες αναπροσαρμογής αφενός μεν επιδρούν στον καθορισμό του τιμήματος, αφετέρου δε είναι απολύτως αναμενόμενες στις συμφωνίες κυμαινόμενου τιμολογίου. Ο καταναλωτής που επιλέγει να συνάψει σύμβαση προμήθειας ενέργειας όχι σε σταθερή τιμή αλλά σε κυμαινόμενο τιμολόγιο, ασφαλώς γνωρίζει ότι η διακύμανση γίνεται στη βάση μιας συμβατικής ρήτρας, της ρήτρας αναπροσαρμογής. Ως εκ τούτου οι εν λόγω ρήτρες, όπως κάθε ρήτρα για την αναπροσαρμογή του τιμήματος στην περίπτωση κυμαινόμενου ύψους της παροχής δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας αλλά μόνο σε έλεγχο διαφάνειας».
Εξάλλου, αναφέρει η δικαστική απόφαση, η ΔΕΗ, προχώρησε στην ενεργοποίηση της ρήτρας αναπροσαρμογής από τις 5 Αυγούστου του 2021 καθ’ υπόδειξη της ΡΑΕ, αφού είχε γνωστοποιήσει στο καταναλωτικό κοινό την πρόθεση εφαρμογής της από τις 11 Μαρτίου του 2021.
Νέο στρατηγικό σχέδιο ΔΕΗ: Επενδύσεις 10,1 δισ. ευρώ, νέες υπηρεσίες και υψηλότερο μέρισμα
«Κατά το χρόνο εισαγωγής της ρήτρας, ο καταναλωτής είχε στη διάθεσή του όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες που απαιτούνται για να λάβει μία τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής», επισημαίνει η απόφαση σημειώνοντας ότι η ΡΑΕ, στο πλαίσιο της εποπτικής της αρμοδιότητας αποφάσισε να συστήσει την εφαρμογή της ρήτρας και συνεχίζει η δικαστική απόφαση:
«Σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης της ΡΑΕ, η εφαρμογή της συγκεκριμένης ρήτρας επαφίεται στη δυνητική ευχέρεια των προμηθευτών και αναγνωρίζεται η δυνατότητά τους να υιοθετήσουν άλλα ισοδύναμα μέτρα. Επομένως κάθε προμηθευτής δύναται να προσδιορίσει δική του ρήτρα αναπροσαρμογής με βάση τον πιθανό κίνδυνο», ενώ η απόφαση αναγνωρίζει τη δυνατότητα των προμηθευτών να προσαρμόζουν την τιμή, ακολουθώντας τις μεταβολές του κόστους που έχει για τους ίδιους η ηλεκτρική ενέργεια».
Το Πρωτοδικείο λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν και κυρίως ότι «το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα 5.8.2021 η ραγδαία αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας διεθνώς δεν μπορούσε να προβλεφθεί», δικαιολογεί πλήρως την εφαρμογή της ρήτρας υπογραμμίζοντας: «Σε κάθε περίπτωση, σκοπός της σχετικής ρήτρας δεν είναι ούτε το όφελος ούτε η βλάβη του πελάτη αλλά η συμμόρφωση της εναγόμενης προς τις προβλεπόμενες στον ΚΠΗΕ αρχές τιμολόγησης ήτοι την αρχή διαφάνειας ως εξειδικεύτηκε με την 409/2020 απόφαση της ΡΑΕ».
Παράλληλα, η απόφαση αναφέρει ότι με βάση τον Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας, οποιοσδήποτε μηχανισμός αναπροσαρμογής των τιμολογίων πρέπει να είναι διαφανής, σαφής ως προς τον υπολογισμό του στον καταναλωτή και να του προσφέρει επαρκείς επιλογές στη διαχείριση του κινδύνου διαχρονικής διακύμανσης των τιμών.
Επιπλέον, σύμφωνα με την απόφαση, « ο προμηθευτής υποχρεούται να παράσχει στον αντισυμβαλλόμενό του τη δυνατότητα να λύσει τη σύμβαση, οφείλει δηλ. να του επιτρέπει να αποδεσμευτεί από τη σύμβαση στο μέτρο που κρίνει ότι είναι ασύμφορη για αυτόν η αναπροσαρμογή».
Τέλος, δεν παραλείπει η δικαστική απόφαση να αναφέρει ότι «η ΔΕΗ μπορεί με τη δική της μόνο θέληση οποιαδήποτε στιγμή που θα διαρκεί η ισχύς του Συμβολαίου να αναπροσαρμόζει τροποποιεί τους όρους και το τιμολόγιο ενώ ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να το καταγγείλει».