Ο επιπλέον χρόνος ασφάλισης είναι κατ’ ελάχιστο 6 μήνες, ενώ σε περιπτώσεις ανώτερων στελεχών (γεν. διευθυντές) η παραμονή στην υπηρεσία μετά το 67ο έτος μπορεί να φτάσει και στον ένα χρόνο.
Ο έξτρα αυτός χρόνος ασφάλισης πριμοδοτεί τη σύνταξη με προσαύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης κατά 2,55% ετησίως. Εν προκειμένω, όσοι είχαν 39 έτη και με την παραμονή στην υπηρεσία συμπλήρωσαν 40ετία θα έχουν ανταποδοτική σύνταξη με ποσοστό αναπλήρωσης 50% αντί 47,45% (κέρδος 2,55%). Η διαφορά των 2,55 μονάδων σημαίνει ότι με συντάξιμο μισθό 2.500 ευρώ η ανταποδοτική σύνταξη βγαίνει στα 1.250 ευρώ με αναπλήρωση 50%, ενώ με 47,45% θα έβγαινε στα 1.186 ευρώ.
Διευκρινίσεις για το θέμα αυτό δίνει με σχετική του εγκύκλιο το υπουργείο Εργασίας, με αφορμή διαμαρτυρία στελέχους που συνταξιοδοτήθηκε έχοντας παραμείνει στην υπηρεσία του μετά το 67ο έτος χωρίς όμως να προσμετρηθεί ως συντάξιμος ο επιπλέον χρόνος παραμονής του.
Σύνταξη - Όρια ηλικίας: Αυτοί μπορούν να αποχωρήσουν από τα 58,5 έτη [πίνακες]
Σύμφωνα με την εγκύκλιο, ο χρόνος που προσμετράται ως συντάξιμος αφορά στην υπηρεσία που πραγματοποίησαν διευθυντές και γενικοί διευθυντές του υπουργείου, καθώς και οι αναπληρωτές τους.
Στους εν λόγω υπαλλήλους δόθηκε η δυνατότητα να παραμείνουν στην υπηρεσία και μετά τη συμπλήρωση του 67ου έτους έως την 30ή/6/2022 για την αντιμετώπιση των έκτακτων αναγκών που προέκυψαν για την άμεση εφαρμογή των μέτρων στήριξης εργαζομένων και εργοδοτών λόγω κορονοϊού. Ειδικά για τον προϊστάμενο της Οικονομικής Διεύθυνσης του υπουργείου Εργασίας, επιτράπηκε η παραμονή ως την 31η/12/2022.
Ωστόσο, δεν είχε προβλεφθεί ότι για τους εν λόγω υπαλλήλους ο χρόνος παραμονής τους θεωρείται συντάξιμος, όπως είχε προβλεφθεί για τους γιατρούς του ΕΣΥ, που λόγω κορονοϊού παρέτειναν τη συνταξιοδότησή τους πέραν του 67ου έτους της ηλικίας τους.
Ειδήσεις σήμερα
Εβρος: Η προκλητική επίδειξη πλούτου πρόδωσε τους συνοροφύλακες