Οι χαμηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της γεωργίας, όπου ο καθαρός μέσος μισθός ανέρχεται σε 607 ευρώ, ενώ ακολουθούν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό (668 ευρώ) και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (674 ευρώ).
Οι υψηλότερες μηνιαίες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (1.237 ευρώ), ενώ ακολουθούν οι τράπεζες και ασφάλειες (1.151 ευρώ), τα ορυχεία και λατομεία (1.140 ευρώ) και η δημόσια διοίκηση και άμυνα (1.101 ευρώ).
Σχετικά με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των απασχολουμένων, το 7,5% της απασχόλησης είναι εργοδότες, το 22,2% αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό, το 66,6% μισθωτοί, ενώ το 3,7% βοηθάει σε οικογενειακή επιχείρηση.
H εκτίμηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι η μετάβαση της οικονομίας σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά θα απαιτούσε διπλασιασμό του όγκου των επιχειρηματικών επενδύσεων τα επόμενα 2 έτη, ώστε αυτές να προσεγγίσουν το 11%-12% του ΑΕΠ, ή μέση ετήσια αύξηση των καθαρών εξαγωγών κατά 3 δισ. ευρώ την περίοδο 2019-2022.
Η ΓΣΕΕ καταλήγει στο κείμενο συμπερασμάτων πως η αύξηση του κατώτατου μισθού και η ενεργοποίηση κλαδικών συμβάσεων για να διαχυθεί η αύξηση στο σύνολο της οικονομίας κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς θα επιφέρουν άμεσο θετικό αποτέλεσμα στο ΑΕΠ, και συνεπώς στη φερεγγυότητα της οικονομίας και στους όρους αναχρηματοδότησης του χρέους στις αγορές, και θα δημιουργήσουν συνθήκες σταθερότητας, προϋπόθεση απαραίτητη για μια πιθανή αύξηση των επενδύσεων μεσοπρόθεσμα.
Επιπλέον, η σταθερότητα και η φερεγγυότητα των ελληνικών τραπεζών είναι απολύτως εξαρτημένη από τη δημιουργία εισοδημάτων και ροών ρευστότητας στην οικονομία, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα βελτίωνε σωρευτικά την ποιότητα του ενεργητικού τους και την καταθετική τους βάση, οι οποίες υπονομεύτηκαν από τις πολιτικές της δημοσιονομικής λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης.
Διαβάστε αναλυτικά την Ενδιάμεση Έκθεση
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]