Αλλωστε, τα πρώτα χριστιανικά χρόνια η γέννηση του Χριστού δεν αποτελούσε ιδιαίτερη γιορτή και οι χριστιανοί την γιόρταζαν μαζί με τη βάφτιση στις 6 Ιανουαρίου. Μάλιστα σύμφωνα με την παράδοση πρώτος ο Μέγας Βασίλειος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ εκφώνησε την πρώτη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων.
Η ημέρα ήταν καθιερωμένη από τους Ρωμαίους σαν ημέρα γέννησης του Περσικού θεού Μίθρα. Οι Ρωμαίοι επιστρέφοντας από πολέμους της Ανατολής έφεραν μαζί τους την λατρεία πολλών θεών. Από τους πιο δημοφιλείς ήταν ο Μίθρας γιατί ήταν ο θεός του φωτός, του Ήλιου που μάχεται και διώχνει το σκοτάδι.
Το Γενέθλιον του είχε συνδυαστεί με τη χειμερινή τροπή του ήλιου που στις 25 Δεκεμβρίου αρχίζει να κερδίζει έδαφος και να στέκεται περισσότερο στο Ουράνιο στερέωμα.
Αυτή ήταν ημέρα χαράς για τους Ρωμαίους διότι έφευγε το σκοτάδι και ερχόταν το φως. Ήταν μέρα τόσο γιορτινή και αγαπητή που καμία απειλή, προτροπή των πατέρων της Εκκλησίας δε στάθηκε ικανή να ελαττώσει τη συμμετοχή των πρώτων Χριστιανών.
Γι’ αυτό οι πατέρες της Εκκλησίας βρήκαν ένα δοκιμασμένο μέσο, την «υποκατάσταση». Όρισαν δηλαδή την 25η Δεκεμβρίου σαν ημέρα γέννησης του Χριστού, δηλαδή του νέου Ήλιου που έδιωξε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας, από τις ψυχές των ανθρώπων και τις πλημμύρισε με χριστιανικό φως.
Έτσι στις 25 Δεκέμβρη ο ένας Ήλιος υποκατέστησε τον άλλο με αποτέλεσμα η ημερομηνία να οριστεί ως η επίσημη ημερομηνία γέννησης του Χριστού.
Ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και από τη Δύση στην Ανατολή γύρω στο 376. Μάλιστα το 386 ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης.
Πολύ αργότερα το 529 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε δημόσια αργία. Ως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα.
Τι αναφέρουν οι γραφές για τη γέννηση του Χριστού
Εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών μόνο ο Λουκάς και ο Ματθαίος αρχίζουν τις αφηγήσεις τους από τη Γέννηση του Ιησού. Οι δύο αυτές περιγραφές φέρονται να συμπληρώνουν η μία την άλλη. Ενώ πληρέστερη φέρεται του Λουκά.
Από τον συνδυασμό των παραπάνω και άλλων πηγών, το ιστορικό έχει ως εξής:
Επί Ρωμαίου Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου και Ηγεμόνα Κυρήνιου της Συρίας , διατάχθηκε απογραφή πληθυσμού σε όλη την Αυτοκρατορία. Άγγελος Κυρίου επισκέφθηκε τον Ιωσήφ και τον ενημέρωσε για την Θεία Γέννηση του Θεανθρώπου εκ της Παρθένου Μαρίας (Ματθαίος Α’ 20).
Τότε ο Ιωσήφ παρέλαβε την Μαρία και από την Ναζαρέτ ήλθαν στη Βηθλεέμ (της Ιουδαίας) που Βασιλεύς της περιοχής ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας όπου και γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός (Ματθ. Β’ 1, – Λουκ. Β’ 4-7). Άγγελος Κυρίου εμφανίζεται σε ποιμένες αγγέλλοντας το χαρμόσυνο γεγονός ενώ πλήθος αγγέλων ψάλλουν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. Β’ 8-14).
Ενώ συμβαίνουν αυτά άστρο φωτεινό εξ Ανατολής οδηγεί τρεις Μάγους προς τα Ιεροσόλυμα που μετά συνάντηση με τον Βασιλέα Ηρώδη συνεχίζουν και φθάνουν στη Βηθλεέμ όπου μαζί με τους βοσκούς προσκυνούν τον Θεάνθρωπο προσφέροντας Χρυσόν Λίβανο και Σμύρνα. (Ματθ. Β’ 2-12).
Οι χριστιανοί θεωρούν ότι η γέννηση του Χριστού εκπληρώνει τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών και ότι ως Μεσσίας ήλθε για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους.