Μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος, δημοσιογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ο Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου 1883 έως 26 Οκτωβρίου 1957) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα.
Νίκος Καζαντζάκης: «Tι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο»
Πιο γνωστός για τα έργα του: Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός(έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο), προτάθηκε τρεις φορές για το βραβείο Νόμπελ.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όταν αποτελούσε ακόμη μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο Ηράκλειο έβγαλε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές.
Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα, το 1906, δημοσιεύοντας το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και το πρώτο του μυθιστόρημα Όφις και Kρίνο(με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη). Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές, στο Παρίσι. Εκεί, επηρεάστηκε από τις διαλέξεις του Ανρί Μπεργκσόν. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, δημοσίευσε κριτικές μελέτες σε διάφορα περιοδικά και εξέδωσε το 1909 τη διατριβή του επί υφηγεσία Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας.
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχτηκε εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας. Τότε ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, που τον χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν.
Το 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως, με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Oι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημα του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και ταξίδεψε στην Ευρώπη. Τον Αύγουστο του 1924, φυλακίστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, επειδή είχε αναλάβει την πνευματική ηγεσία κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων. Το Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα με σκοπό την ολοκλήρωση της Οδύσσειας.
Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του Ταξιδεύοντας. Το περιοδικό, Αναγέννηση, του Δημήτρη Γληνού, δημοσίευσε την Aσκητική, το φιλοσοφικό του έργο.
Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης επισκέπτεται τη Μόσχα, προσκεκλημένος της Σοβιετικής κυβέρνησης για να συμμετάσχει στα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη, Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 1928, στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα, και οι δύο εξυμνούν τη Σοβιετική Ένωση. Μετά την ομιλία, ακολούθησε και διαδήλωση. Τόσο ο Καζαντζάκης, όσο και ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης, Δημήτρης Γληνός, διώχθηκαν, ωστόσο, ποτέ δεν δικάστηκαν.
Το 1930, ο Καζαντζάκης κατηγορήθηκε για αθεϊσμό(Ασκητική), ωστόσο, επίσης δεν δικάστηκε ποτέ. Το 1935 ταξίδεψε στην Ιαπωνία και την Κίνα, εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Το 1938 ολοκλήρωσε την Οδύσσεια, ένα επικό ποίημα στα πρότυπα της Οδύσσειας του Ομήρου, αποτελούμενο από συνολικά 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες.
Μετά από την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης. Διατέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη, από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Το 1953 προσβλήθηκε από μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι. Τελικά, έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Μετά την επιστροφή του από την Αντίμπ, η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία επιχειρούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα του Kαπετάν Mιχάλη και ολόκληρου του Τελευταίου Πειρασμού(1953), που ακόμη δεν είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ», έγραψε ο ίδιος σε επιστολή του, απευθυνόμενος στους εκπροσώπους της εκκλησίας. Λόγω των αντιρρήσεων από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Αθηναγόρα, δεν αφορίστηκε, ωστόσο, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας τον καταράστηκε.
Ο Ζορμπάς εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947. Με την επανέκδοσή του, το 1954, βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς. Μετά από δεύτερο ταξίδι στην Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης τον Ιούνιο του 1957, επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του –λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου απεβίωσε στις 26 Οκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών.
Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, αλλά ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος αρνήθηκε.
Η επεισοδιακή κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη
Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, αλλά ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος αρνείται, αφού κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού . Αποτέλεσμα ήταν η σορός του Καζαντζάκη να παραμείνει στο νεκρικό θάλαμο του Α΄ νεκροταφείου Αθηνών, απόντος και του ιερέα. Άκαρπες απέβησαν οι προσπάθειες που κατέβαλαν ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο κυβερνητικός επίτροπος Θ. Σπεράντζας, φίλοι και οι δύο του Καζαντζάκη, να μείνει η σορός του σε ναό της Αθήνας μέχρι την αναχώρησή της για την Κρήτη.
Δυστυχώς ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος δεν τόλμησε το αυτονόητο, φοβούμενος ίσως όχι αδίκως, και τις αντιδράσεις κάποιων ακραίων χριστιανικών ομάδων.
Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο. Στις 5 Νοεμβρίου έπειτα από μεγάλη λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, έγινε η ταφή του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία όμως εκείνοι δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου. Η ταφή έγινε στην ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσάνικα τείχη.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή:
Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Ειδήσεις σήμερα
Κίνηση Τώρα: «Κόλαση» και σήμερα ο Κηφισός – Απροσπέλαστο το κέντρο της Αθήνας [Χάρτης]