Ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και μαέστρος του διαλόγου για την διακομματική ενότητα, περπατάει προς το γραφείο του στην οδό Ομήρου. Μόνος. Το προηγούμενο βράδυ είχε ξενυχτήσει σε συζητήσεις με τον Συνασπισμό και επέμενε να ξεκουραστεί ο άνδρας της συνοδείας του που είχε ταλαιπωρηθεί πλάι του. Φτάνοντας στο γραφείο του, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά της εισόδου τον περικυκλώνουν οι ίδιοι του οι δολοφόνοι. Του έριξαν 4 σφαίρες με την τελευταία να κόβει το νήμα της ζωής του. Λίγο αργότερα στον Ευαγγελισμό ξεψύχησε ο πολιτικός και δημοσιογράφος με τη μακρά δημοκρατική αντιστασιακή δράση, που υπήρξε προβεβλημένος και απόλυτα στοχοποιημένος ταυτόχρονα.
Η δολοφονία του συγκλόνισε την πολιτική επικαιρότητα εκείνων των ημερών, η οποία μονοπωλούνταν από έναρξη της διαδικασίας για την παραπομπή των πολιτικών του σκανδάλου Κοσκωτά. Την ημέρα που δολοφονήθηκε συνέπεσε να εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση η χρηματοδότηση του προγράμματος για την Ευρυτανία, που ο ίδιος είχε καταρτίσει. Ο Μπακογιάννης κηδεύτηκε στο Καρπενήσι, στις 29 Σεπτεμβρίου 1989 παρουσία πλήθος κόσμου, που φώναζαν συνθήματα κατά της τρομοκρατίας.
Θεωρούνταν με άλλα λόγια ένας άνθρωπος με σύνεση, χαμηλών τόνων, δημοκράτης και ενωτικός. Η δολοφονική επίθεση εναντίον του απ’ την 17 Νοέμβρη ξένισε ακόμα και υποστηρικτές της. Από όλους τους φιλοχουντικούς πολιτικούς που κυβέρνησαν, που έκλεψαν, που κορόιδεψαν, η οργάνωση βρήκε να τιμωρήσει κάποιον νεοεκλεγέντα βουλευτή και μάλιστα μετριοπαθή;
Ακόμα χειρότερο θεωρήθηκε πως η 17 Νοέμβρη χρησιμοποίησε ως αιτιολογία το παρακάτω:
«Αποφασίσαμε λοιπόν να εκτελέσουμε τον απατεώνα και ληστή του λαού Μπακογιάννη. Ο κύριος αυτός είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έκλεψε τα πρώτα 60 εκατομμύρια του ιδρυτικού κεφαλαίου της Γραμμής αλλά και για τις εκατοντάδες εκατομμύρια που είτε έκλεψε μαζί με τον συνεργάτη του Κοσκωτά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου Γραμμής, αλλά και για την αγορά μέσω της Γραμμής της Τράπεζας Κρήτης» (απόσπασμα από τη 12σέλιδη προκήρυξη που εστάλη στην «Ελευθεροτυπία» στις 9 Οκτωβρίου 1989).
«Το καλοκαίρι του ’89 ο Παύλος Μπακογιάννης έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις ΝΔ- ΣΥΝασπισμού για τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζανετάκη. Όποια άποψη κι αν έχει κανείς για το «βρώμικο ’89», η εθνική συνενόηση ήταν απολύτως μέσα στο πνεύμα του Μπακογιάννη, που μερικές εβδομάδες πριν την δολοφονία του εισηγήθηκε ως βουλευτής της ΝΔ το νομοσχέδιο για την απάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου. Γιατί η 17 Νοέμβρη επέλεξε να δολοφονήσει αυτόν τον άνθρωπο στις 26 Σεπτεμβρίου του 1989, την ημέρα που η Βουλή επρόκειτο να αποφασίσει αν θα παρέπεμπε τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά;», έγραφε ο Στέλιος Κούλογλου δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Μπακογιάννη.
Αυτός ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης
Ο Παύλος Μπακογιάννης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1935 στο χωριό Βελωτά της Ευρυτανίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του παπα – Κώστα και της Ειρήνης Μπακογιάννη. Γυμνάσιο πήγε στο Θέρμο Τριχωνίδας, για ένα χρόνο στο Καρπενήσι (1950) και το τελείωσε στην Πάτρα στο Β’ Γυμνάσιο Πατρών. Σπούδασε Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, παίρνοντας πτυχίο Πολιτικής Οικονομίας και Πολιτικών Επιστημών των Πανεπιστημίων Μονάχου, Τύμπιγκεν και Κωνσταντίας (Konstanz), στο Πανεπιστήμιο της οποίας ανακηρύχθηκε κατόπιν Διδάκτωρ των Κοινωνικών Επιστημών. Δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες και Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και για 10 περίπου χρόνια διηύθυνε το ελληνόφωνο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας της Βαυαρίας.
Ήταν διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Από τη θέση αυτή αντιτάχθηκε στο δικτατορικό καθεστώς και έκανε εκπομπές με σχόλια και ειδήσεις που αναμεταδίδονταν και από την Deutsche Welle και πολύ γρήγορα έγιναν σημείο αναφοράς του αντιδικτατορικού αγώνα.
Στο Μόναχο γνώρισε τη Ντόρα Μητσοτάκη, κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης και την οποία και παντρεύτηκε το 1974. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά, την Αλεξία και τον Κώστα.
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα. Εργάσθηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» και το 1982 ανέλαβε εκδότης – διευθυντής του εβδομαδιαίου περιοδικού «ΕΝΑ» ως το Φεβρουάριο του 1985. Από το Νοέμβριο του 1985 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1989 διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κώστα Μητσοτάκη. Τον Ιούνιο του 1989 εκλέχθηκε βουλευτής της μονοεδρικής περιφέρειας Ευρυτανίας. Ακολούθησε η Κυβέρνηση Τζαννετάκη, στο σχηματισμό της οποίας έλαβε ενεργό ρόλο, ως διαπραγματευτής μεταξύ του κόμματός του και του Συνασπισμού.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ευρυτανίας. Το πρώτο του μάλιστα βιβλίο είχε τίτλο: «Η Ευρυτανία και οι οικονομικές της δυνατότητες» (Αθήνα, 1960). Κατήρτησε ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης της περιοχής, το οποίο υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως πολιτικός θεωρούνταν ήπιος και συναινετικός. Θεωρούσε επιβεβλημένη την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών, την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου και του Διχασμού και την Εθνική Συμφιλίωση. Στα πλαίσια αυτής του της πεποίθησης εργάστηκε για την επιτυχία του πρωτοποριακού, για την εποχή, εγχειρήματος συγκυβέρνησης Αριστεράς και Δεξιάς. Για τους ίδιους λόγους ήταν εισηγητής, εκ μέρους της Ν.Δ., του νομοσχεδίου για την απάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου που υπερψηφίστηκε και έγινε Νόμος το καλοκαίρι του 1989.