Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ του Προϋπολογισμού στη Βουλή ανέδειξε τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν σε ό,τι αφορά τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλ. Τσίπρας από το 2019 και μετά, που ηττήθηκε στις εθνικές εκλογές, δεν αντιμετώπισε τις αδυναμίες του κόμματός του, δεν αναγνώρισε τα λάθη της πολιτικής του και δεν μπόρεσε να διαμορφώσει στρατηγικές που να έχουν σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας και όχι με τις μικροκομματικές του επιδιώξεις.
ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τόλμησε να προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, όπου, σύμφωνα και με έρευνα του «Economist», η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης και τη μείωση του δημόσιου χρέους. Ο πρωθυπουργός δεν υπολόγισε πολιτικό κόστος όταν ελάμβανε αποφάσεις για την αναμόρφωση της Παιδείας, την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων, αλλά και των εκπαιδευτικών και την αλλαγή του τρόπου εισαγωγής στα ΑΕΙ, όταν ο προκάτοχός του Αλ. Τσίπρας υπερασπιζόταν την άνευ όρων εισαγωγή στα πανεπιστήμια, ακόμα και με λευκές κόλλες.
Στοχοπροσήλωση στα πραγματικά προβλήματα
Η ΠΡΟΟΔΟΣ που έχει σημειώσει η Ελλάδα στον εκσυγχρονισμό των κρατικών υπηρεσιών και την ψηφιοποίηση του Δημοσίου, οι προσπάθειες που γίνονται για να μπει το Εθνικό Σύστημα Υγείας σε νέα ρότα και η ενίσχυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, που πλέον σύντομα θα έχουν πλειοψηφικό μερίδιο στην εγχώρια παραγωγή, όλα αυτά είναι μέρος ενός συνολικού σχεδίου όπου προτεραιότητα έχουν οι πολίτες και η έμφαση δίνεται στην επόμενη ημέρα της Ελλάδας.
ΠΛΕΟΝ, Ο ΣΤΟΧΟΣ που έχει τεθεί για την επόμενη 4ετία είναι, από τη μείωση φόρων να περάσουμε στην αύξηση των μισθών και αυτό μπορεί να γίνει με ποιοτικές θέσεις εργασίας, επενδύσεις και σύνδεση της εκπαίδευσης, της καινοτομίας και της έρευνας με την αγορά εργασίας. Η ανεργία μειώνεται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 12 ετών, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν ελλείψεις σε θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης.
OΛΑ ΑΥΤΑ θα κριθούν στις εκλογές του 2023. Ομως, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών αντιλαμβάνεται ότι η λύση δεν είναι ούτε η στασιμότητα ούτε πολύ περισσότερο η πολιτική και κοινωνική οπισθοδρόμηση. Γι’ αυτό και η Νέα Δημοκρατία έχει τον πρώτο λόγο και μπορεί να απευθυνθεί στο εκλογικό σώμα με αυτοπεποίθηση και με το συγκριτικό πλεονέκτημα που της έχουν δώσει οι μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη.