Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για ενδοοικογενειακή προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατ εξακολούθηση και απόπειρα ενδοοικογενειακής παράνομης βίας κατ εξακολούθηση, ενώ το δικαστήριο δε του αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι πράξεις του τελέστηκαν τον Ιούνιο του 2019, ενώ η καταγγελία έγινε από την θεία της ανήλικης και σύντροφο του κατηγορουμένου επί 12 έτη, όταν τους είδε στο μπαλκόνι του διαμερίσματος κατά τη διάρκεια της καταγγελλόμενης πράξης.
Συγκεκριμένα, η γυναίκα κατήγγειλε στην ΕΛ.ΑΣ., ότι της βραδινές ώρες της 5ης Ιουνίου του 2019 και ενώ στο διαμέρισμα βρίσκονταν η 17χρονη ανιψιά της (θύμα), ο αδελφός της και μία φίλη τους, ο κατηγορούμενος προχώρησε σε σεξουαλικές πράξεις με την κόρη του.
«Βγήκα στο μπαλκόνι και είδα την ανιψιά μου με κατεβασμένο το παντελόνι και εκείνος είχε το χέρι στη μέση της, δεν είδα αν ήταν γυμνός. Είπα “μπράβο, το ήξερα”, υποψιαζόμουν ότι είχε μεγάλη αγάπη και τρυφερότητα για εκείνη. Ρώτησα τι είναι αυτά που κάνει και άρχισα να βρίζω, έπιασα το πέος του και είδα ότι είχε στύση. Πήρα την ανιψιά μου και την πήγα στο Ιπποκράτειο για να δω αν είχαν σεξουαλική επαφή», είχε πει η γυναίκα στην αστυνομία, με την κατάθεσή της να διαβάζεται στο δικαστήριο καθώς δεν προσήλθε για να καταθέσει.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, την επόμενη ημέρα ο άντρας πήγε στο δωμάτιο της ανήλικης κόρης του και τη ρώτησε αν ήθελε να συνεχίσουν την ερωτική πράξη από εκεί που σταμάτησαν όταν έγιναν αντιληπτοί από τη θεία της 17χρονης και σύντροφό του, ενώ προσπάθησε να την καθησυχάσει. Επιπλέον, μετά την καταγγελία την απείλησε λέγοντας ότι «θα σε σκοτώσω και δε θα βρούμε ούτε το DNA σου» θέλοντας να την αναγκάσει να αποσύρει την κατάθεσή της.
Πέντε χρόνια μετά το επίμαχο περιστατικό, ανεβαίνοντας στο βήμα του μάρτυρα, η παθούσα κατέθεσε στο δικαστήριο ότι η καταγγελία της ήταν ψευδής και ότι αναγκάστηκε να καταθέσει ψέματα καθώς την απειλούσε η θεία της με σκοπό να απαλλαγεί από τον πατέρα της και να την αναγκάσει να δουλέψει ως ιερόδουλη σε οίκο ανοχής. Η 24χρονη, σήμερα, γυναίκα, ισχυρίστηκε ότι η θεία της ήταν εκείνη που την παρότρυνε να προσεγγίσει ερωτικά τον πατέρα της και λειτουργώντας βάση σχεδίου τους έπιασε κατά τη διάρκεια της καταγγελλόμενης πράξης στο μπαλκόνι.
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες ενώ παραδέχθηκε πως φιλούσε στο στόμα την 17χρονη αλλά και τον αδελφό της, καθώς πίστευε ότι δεν είναι κάτι κακό και μη ηθικό. «Εκείνη την ημέρα συζητούσαμε στο μπαλκόνι. Η κόρη μου μπήκε μέσα στο σπίτι, μίλησε με την θεία της και ξανά βγήκε με ερωτική πρόθεση. Ήρθε επάνω μου και εγώ την έσπρωξα. Δε θα έκανα τέτοιο πράγμα, ειδικά στο μπαλκόνι. Εκείνη την ώρα ήρθε η θεία της. Ήταν ένα καλοστημένο σχέδιο γιατί είχε συμφέρον και ήθελε να τη βάλει στη δουλειά, να εργαστεί σε οίκο ανοχής», υποστήριξε ο κατηγορούμενος.
Στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι φιλούσε στο στόμα τα παιδιά του. «Τα φιλάω στο στόμα, κακό είναι; Εννοείται πως δεν είναι πρέπον αλλά δε νομίζω ότι είναι κάτι κακό ή ερωτικό. Έχω δει πολλές μαμάδες και μπαμπάδες να φιλάνε τα παιδιά τους στο στόμα. Εσείς δε το έχετε κάνει ποτέ;», είπε απευθυνόμενος στους δικαστές.
Την ενοχή του πρότεινε και η εισαγγελέας της έδρας τονίζοντας ότι από την ακροαματική διαδικασία και τα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται.
Σημειώνεται ότι η υπόθεση είχε αρχικά αναβληθεί προκειμένου να ακολουθηθεί ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης, ωστόσο επειδή ο κατηγορούμενος δε παρακολούθησε, ως όφειλε, το πρόγραμμα, η δικογραφία βγήκε από το αρχείο και η υπόθεση εκδικάστηκε.
Ειδήσεις σήμερα
Τι θα δούμε στο City Garden Festival τον Ιούνιο- Όλες οι συναυλίες