Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που έδωσαν μέσα σε ένα έντονα συγκινησιακό κλίμα μίλησαν για σοβαρότατες παραλείψεις, οι οποίες, τόνισαν, οδήγησαν 57 ανθρώπινες ψυχές στο θάνατο, ενώ υπογράμμισαν ότι στο θέμα της ασφάλειας δεν έχουν προχωρήσει σημαντικά ζητήματα.
Οπως επεσήμαναν χαρακτηριστικά μέλη της Επιτροπής Διερεύνησης Ανεξάρτητων Πραγματογνωμόνων (ΕΔΑΠΟ), από όλες τις δικλίδες ασφαλείας αν λειτουργούσε μόνο η φωτοσήμανση, αυτό θα αρκούσε για την αποφυγή του δυστυχήματος.
«Μετά την καύση, η τέφρα των νεκρών αποδίδεται στις οικογένειες. Των δικών μας νεκρών η τέφρα πετάχτηκε», είπε η μητέρα του 22χρονου Γιώργου Παπάζογλου που σκοτώθηκε στο πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών. Η ίδια έκανε λόγο για έγκλημα και ζήτησε τη πλήρη διαλεύκανσή, του λέγοντας, ανάμεσα στα άλλα, ότι «το έγκλημα αυτό δεν αφορά μόνο τους νεκρούς και τους συγγενείς, αλλά αφορά όλους τους Ελληνες». Ενώ πρόσθεσε ότι οι παθογένειες στον σιδηρόδρομο ήταν γνωστές εδώ και χρόνια.
«Δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε το χρόνο να τιμήσουμε τους ανθρώπους μας. Θέλουμε να μάθουμε τι συνέβη, για ποιο λόγο δολοφονήθηκαν 57 άτομα και έναν χρόνο αργότερα υπάρχουν ακόμη ερωτήματα», είπε από την πλευρά του ο αδελφός του Βάιου Βλάχου που έχασε τη ζωή του στο τραγικό δυστύχημα. «Εγινε μπάζωμα του χώρου σχεδόν μία εβδομάδα μετά το δυστύχημα. Υπήρχαν ακόμη ανθρώπινα υπολείμματα, αλλά είχαν καταστραφεί ήδη στοιχεία. Θα είμαστε ο περίγελος της Ευρώπης για τον τρόπο που διερευνήθηκε αυτό το δυστύχημα», πρόσθεσε.
Μάλιστα, στάθηκε στον «ανελέητο πόλεμο», που, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, δέχθηκαν οι συγγενείς των θυμάτων. «Υπήρχαν επιθέσεις στα πρόσωπα των συγγενών. Μας ζήτησαν να είμαστε βουβοί, τόσο οι υπουργοί αλλά και άνθρωποι της Εκκλησίας. Δεν θα είμαστε βουβοί μέχρι να μάθουμε την αλήθεια».
Κατά τη συνέντευξη τονίστηκαν ιδιαίτερα τα συμπεράσματα της έρευνας των ανεξάρτητων πραγματογνωμόνων, τα οποία δείχνουν «σωρεία ανθρώπινων λαθών και παραλείψεων», η οποία «βρήκε πρόσφορο έδαφος σε ένα περιβάλλον συνολικής περιφρόνησης κανονισμών και διαδικασιών».
Με βάση την έρευνα, η σταδιακή κατάρρευση συστημάτων και διαδικασιών δεν οδήγησε σε καμία λήψη μέτρων (μείωση ταχυτήτων, αραίωση των δρομολογίων, επιπλέον προσωπικό, επιπλέον έλεγχοι), ενώ η «συνολική έλλειψη κουλτούρας ασφαλείας στον σιδηρόδρομο δεν επιτρέπει ακόμα και σήμερα, έναν χρόνο μετά, την ουσιαστική αξιοποίηση των συμπερασμάτων από το συγκεκριμένο ατύχημα προκειμένου να αποφευχθεί το επόμενο».
Σύμφωνα με την επιτροπή, έναν χρόνο μετά το τραγικό δυστύχημα δεν τηρούνται οι κανονισμοί ραδιοτηλεφωνίας, ενώ δεν έχει γίνει επικαιροποίηση του απαρχαιωμένου ΓΚΚ και των λοιπών κανονισμών λειτουργίας.
Τέμπη – Παρέμβαση του Αρείου Πάγου: Να απαντηθεί κάθε ισχυρισμός και καταγγελία, από τους συγγενείς θυμάτων
Με νέα παρέμβαση της η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, ζητεί από τους δικαστές που χειρίζονται την υπόθεση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, να διερευνηθούν όλες οι καταγγελίες των συγγενών των θυμάτων, ώστε να πέσει φως σε κάθε πτυχή.
Η ανώτατη εισαγγελική λειτουργός υπενθυμίζει πως έχουν διαβιβάσει «αμελλητί κάθε υπόμνημα και αίτημα συγγενών θυμάτων που μας υποβλήθηκε, συμπεριλαμβανομένων και των καταγγελιών τους για τα αίτια της πρόκλησης έκρηξης πυρός, την ύπαρξη διάφορων εύφλεκτων και τοξικών ουσιών στο χώρο, την αλλοίωση του χώρου του εγκλήματος, με πιθανή απώλεια αποδεικτικών στοιχείων κλπ, που άλλωστε έχουν υποβληθεί αυτοτελώς και σε σας και στον Εφέτη Ανακριτή, προκειμένου να διερευνηθούν, έχετε δε προβεί, όπως γνωρίζουμε, στις απαιτούμενες προς τούτο ενέργειες».
Η κ. Αδειλίνη κάνει λόγο για «επιτακτική ανάγκη» να μεριμνήσουν «ώστε να ερευνηθεί και να απαντηθεί, μετά από αξιολόγηση, κατά την κρίση σας, κάθε ισχυρισμός και καταγγελία, που προβάλλεται από συγγενείς θυμάτων ή θύματα και τους συνηγόρους τους, ώστε το πέρας της ανάκρισης να μην αφήσει ουδεμία αμφιβολία ως προς το ότι οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές διερεύνησαν κάθε πτυχή της υπόθεσης, επιτελώντας στο ακέραιο το καθήκον τους».
Συγκεκριμένα , η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη στην παραγγελία της προς την Προϊσταμένη της Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας αναφέρει:
«Με το υπ’ αριθ. πρωτ. 1706/1-3-2023 έγγραφο-παραγγελία μας σας αναθέσαμε την ανώτατη εποπτεία του ανακριτικού έργου της υπόθεσης των Τεμπών, σύμφωνα με το άρθρο 32 εδαφ. α΄ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Είναι αδιαμφισβήτητες οι υπεράνθρωπες προσπάθειες τις οποίες εδώ και ένα έτος καταβάλλουν οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές για τη διερεύνηση σε βάθος και στον ταχύτερο δυνατό χρόνο του ως άνω εγκλήματος, μη φειδόμενες χρόνου και μόχθου, όπως άλλωστε οφείλουμε, ώστε να επιτευχθεί ο εντοπισμός όλων των υπαιτίων και η παραπομπή τους σε δίκη σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, στόχος στον οποίο αυτή τη στιγμή είμαστε πολύ κοντά, αλλά ο οποίος επ’ ουδενί δεν αποτελεί αυτοσκοπό, ούτε και μπορεί να αντιστρατεύεται την ίδια την απονομή της δικαιοσύνης, οδηγώντας σε συγκεκριμένες ανακριτικές ενέργειες ή αποκλείοντας άλλες, τυχόν επιβεβλημένες για την ανεύρεση της αλήθειας.
Οι ασκούντες το λειτούργημα του συνηγόρου της υποστήριξης της κατηγορίας ή της υπεράσπισης στην υπόθεση αυτή αλλά και το σύνολο του νομικού κόσμου της χώρας και όχι μόνο, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ποτέ άλλοτε στη δικαστική μας ιστορία δεν επιτεύχθηκε κάτι ανάλογο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε αυτή η λειτουργία της δικαιοσύνης να είναι αυτονόητη και συνήθης και όχι εξαιρετική.
Στο πιο πάνω πλαίσιο, όπως σας είναι γνωστό, σας έχουμε διαβιβάσει αμελλητί κάθε υπόμνημα και αίτημα συγγενών θυμάτων που μας υποβλήθηκε, συμπεριλαμβανομένων και των καταγγελιών τους για τα αίτια της πρόκλησης έκρηξης πυρός, την ύπαρξη διάφορων εύφλεκτων και τοξικών ουσιών στο χώρο, την αλλοίωση του χώρου του εγκλήματος, με πιθανή απώλεια αποδεικτικών στοιχείων κλπ, που άλλωστε έχουν υποβληθεί αυτοτελώς και σε σας και στον Εφέτη Ανακριτή, προκειμένου να διερευνηθούν, έχετε δε προβεί, όπως γνωρίζουμε, στις απαιτούμενες προς τούτο ενέργειες.
Παρά τα ανωτέρω όμως, διαμαρτυρίες και καταγγελίες συγγενών θυμάτων για αναπάντητα ερωτήματα, αποδεικτικά στοιχεία που δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν σωστά, ανακριτικές ενέργειες που παραλείφθηκαν, ακόμα και για συγκάλυψη ευθυνών από τη δικαιοσύνη, εξακολουθούν να διαχέονται στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό, υποστηριζόμενες και από μερίδα του Τύπου.
Κατόπιν αυτών επιτακτική παρίσταται η ανάγκη να μεριμνήσετε, ώστε να ερευνηθεί και να απαντηθεί, μετά από αξιολόγηση, κατά την κρίση σας, κάθε ισχυρισμός και καταγγελία, που προβάλλεται από συγγενείς θυμάτων ή θύματα και τους συνηγόρους τους, ώστε το πέρας της ανάκρισης να μην αφήσει ουδεμία αμφιβολία ως προς το ότι οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές διερεύνησαν κάθε πτυχή της υπόθεσης, επιτελώντας στο ακέραιο το καθήκον τους».