Στο επίκεντρο των ελέγχων τίθενται τα δημόσια κτίρια, ενώ προτεραιότητα θα δοθεί στα σχολεία και στα νοσοκομεία, κτίρια που εκτιμάται ότι ανέρχονται σε 20.000.
Ο πρωτοβάθμιος έλεγχος θα είναι υποχρεωτικός και στη συνέχεια εφόσον απαιτηθεί θα γίνεται και δευτεροβάθμιος έλεγχος. Όταν ολοκληρωθεί ο προσεισμικός έλεγχος σε σχολεία και νοσοκομεία, θα πραγματοποιηθεί έπειτα έλεγχος σε άλλα δημόσια κτίρια που υπολογίζονται από 35- 45.000. Σκοπός των προσεισμικών ελέγχων, οι οποίοι σύμφωνα με πληροφορίες υπολογίζεται να ολοκληρωθούν σε ορίζοντα 6 έως 8 μηνών, θα είναι η καταγραφή και εκτίμηση της σεισμικής διακινδύνευσης τους προκειμένου να καθοριστούν οι προτεραιότητες σε εθνικό επίπεδο ώστε να ληφθούν περαιτέρω μέτρα, εφόσον απαιτούνται.
Η υλοποίηση δράσης για τη διενέργεια του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου προσεισμικού ελέγχου πρόκειται να ανατεθεί στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, ενώ ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) θα έχει την εποπτεία και θα συνδράμει επιστημονικά σε ό,τι του ζητηθεί. Παράλληλα θα δημιουργηθεί μία ηλεκτρονική πλατφόρμα στον ΟΑΣΠ όπου θα καταχωρούνται όλοι οι έλεγχοι που διενεργούνται. Η πλατφόρμα αυτή θα χρησιμοποιήσει την ήδη υπάρχουσα βάση δεδομένων που διαθέτει ο ΟΑΣΠ για όλα τα κτίρια της χώρας.
Εφόσον τα στοιχεία που θα προκύπτουν από τους ελέγχους είναι σωστά και επαρκή θα καταχωρούνται άμεσα στην ηλεκτρονική πλατφόρμα. Την ίδια ώρα, για τη διενέργεια των ελέγχων ο ΟΑΣΠ και το ΤΕΕ θα συνεργαστούν με την Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ), ενώ με κοινή απόφαση 6 υπουργείων θα καθοριστούν οι λεπτομέρειες σχετικά με την κατηγοριοποίηση και την ιεράρχηση προτεραιοτήτων των ελεγχόμενων κτιρίων και τη διαδικασία επιλογής και εκπαίδευσης των μηχανικών με σκοπό οι έλεγχοι να είναι όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικοί.
«Ο πρωτοβάθμιος έλεγχος θα γίνει μέσα σε 6-8 μήνες από εκεί που κάναμε 20 χρόνια για να ελέγξουμε το 30% των σχολείων. Το ΤΕΕ θα κάνει τους ελέγχους με την εποπτεία και την επιστημονική συνδρομή του ΟΑΣΠ, που θα έχει και τη βάση δεδομένων για όλα τα κτίρια της χώρας. Στην ηλεκτρονική πλατφόρμα που θα φτιαχτεί θα καταχωρούνται οι έλεγχοι με ηλεκτρονικό τρόπο όχι με δελτία που γίνονταν παλαιότερα. Τα στοιχεία αυτά αν είναι σωστά και επαρκή πηγαίνουν απευθείας στην πλατφόρμα του ΟΑΣΠ, αν δεν είναι δεν μπορούν να αποσταλούν για καταχώρηση», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ και καθηγητής του ΕΚΠΑ, Ευθύμης Λέκκας.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΑΣΠ, το 46% των υφιστάμενων κατασκευών της Ελλάδας έχουν χτιστεί από το 1959-1985 με τον αντισεισμικό κανονισμό του 1959, το 32% πριν το 1959 χωρίς αντισεισμικό κανονισμό, το 13% των κτιρίων που έχουν χτιστεί από το 1985 έως το 1995 με τον αντισεισμικό κανονισμό του 1959 και τα πρόσθετα άρθρα του 1984/85 ενώ το 9% που έχουν χτιστεί από το 1995 έως σήμερα με τον νέο αντισεισμικό κανονισμό του 1995 και τον Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό του 2000.
«Το 1959 είχαμε την πρώτη απόφαση για αντισεισμικές συστάσεις. Όλα τα κτίρια μέχρι το 1985 που ήταν ο πρώτος αντισεισμικός κανονισμός χτίστηκαν με αυτές τις συστάσεις που είχαν εκδοθεί από καθηγητές του ΕΜΠ, ήταν κανονιστική διάταξη. Αυτά τα κτίρια δεν είναι επικίνδυνα αλλά είναι κτίρια που δεν είναι τόσο σύγχρονα όσο με τον αντισεισμικό κανονισμό του 1985 και 1995. Ήταν όμως και κτίρια πριν το 1959. Τα κτίρια έχουν κι αυτά μια αντισεισμικότητα διότι από το 1929 και μετά (έπειτα δηλαδή από τους σεισμούς του 1926) δόθηκαν τότε κάποιες συστάσεις κανονισμών, οπότε κι αυτά έχουν ως έναν βαθμό κάποια αντισεισμική θωράκιση», εξηγεί ο κ. Λέκκας.
Επιπλέον, όπως τονίζει ο κ. Λέκκας, ο πρωτοβάθμιος έλεγχος που θα διενεργηθεί στα δημόσια κτίρια δεν θα κρίνει την καταλληλότητα ή την ακαταλληλότητα ενός κτιρίου, αλλά τη στάθμη της αντισεισμικότητας.
«Ο πρωτοβάθμιος έλεγχος δεν θα λέει αν ένα κτίριο είναι κατάλληλο ή ακατάλληλο αλλά οδηγεί στη διαπίστωση μιας στάθμης κινδύνων. Τα κτίρια θα έχουν έναν χαρακτηρισμό ως προς την στάθμη της αντισεισμικότητας. Αυτή η διαδικασία του πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου ελέγχου είναι μία επιτελική διαδικασία για να δούμε τι κτιριακό απόθεμα έχουμε, που είμαστε και τι επεμβάσεις χρειάζεται να κάνουμε την κάθε φορά», προσθέτει ο κ. Λέκκας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα ο προσεισμικός έλεγχος ξεκίνησε το 2001 και μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί περίπου 16.000 πρωτοβάθμιοι έλεγχοι από περίπου 80.000 στατικά ανεξάρτητα κτίρια Δημόσιας και Κοινωφελούς χρήσης (20%) και περίπου 9.000 έλεγχοι από περίπου 16.000 σχολικά κτίρια (56%), που εκτιμάται ότι υπάρχουν σε όλη την επικράτεια αντίστοιχα. Η καθυστέρηση, οφείλεται, κυρίως στο γεγονός ότι σύμφωνα με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο δεν υπάρχει υποχρεωτική εφαρμογή.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ