Στη χώρα μας όπου τα τελευταία χρόνια οι 25-45 ετών αντιμετωπίζουν όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες στέγασης θα μπορούσε να υποθέσουμε ότι οι δημογραφικές εξελίξεις, ως ένα βαθμό, ευθύνονται για τις δυσκολίες αυτές. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν είχαμε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μια “έκρηξη” του αριθμού των 25-45 ετών, που θα οδηγούσε και σε μια “έκρηξη” της ζήτησης. Στην Ελλάδα όμως, είχαμε το αντίθετο, μια σημαντική δηλαδή μείωση της ομάδας αυτής κατά 850 χιλ. ανάμεσα στο 2009 και το 2024 (-25%). Επομένως, για να αναζητήσουμε τις αιτίες των οξυμένων προβλημάτων στέγασης των νέων επιβάλλεται να ανατρέξουμε σε εκτός της δημογραφίας πεδία».
Αυτά αναφέρονται στο τελευταίο ψηφιακό δελτίο του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) με θέμα «Δημογραφικές εξελίξεις και στεγαστική κρίση στην Ελλάδα».
Ο συγγραφέας του άρθρου αυτού, καθ. Βύρων Κοτζαμάνης, διευθυντής του ΙΔΕΜ, μετά από μια σύντομη παρουσίαση των σημαντικών αλλαγών που επήλθαν μετά το 2010, των επιπτώσεων τους στις νεότερες γενεές και των τρόπων προσαρμογής των γενεών αυτών στο αυξανόμενο κόστος στέγασης, εκτιμά ότι η ταχύτατα αυξανόμενη απόκλιση ανάμεσα στις τιμές αγοράς ή ενοικίασής πρώτης κατοικίας και στο εισόδημα του μεγαλύτερου τμήματος των νέων που δεν διαμένει σε ιδιοκτήτη ή παραχωρημένη κατοικία, έχει επιπτώσεις όχι μόνον στη δημιουργία οικογένειας αλλά και στον αριθμό των παιδιών που θα αποκτήσουν οι γενεές αυτές.
Ειδικότερα, ο συγγραφέας του άρθρου αυτού αναφέρει ότι κατά την μετά-το-2010 περίοδο είχαμε διαδοχικές κρίσεις που είχαν πολλαπλές επιπτώσεις και στις νεότερες γενεές, ενώ ταυτόχρονα, περιορίσθηκε σημαντικά η στεγαστική πίστη (ο αριθμός δηλαδή των στεγαστικών δανείων, που είναι πλέον υπο-πολλαπλάσιος του μέσου όρου της περιόδου 2000-09 -μόλις 13 χιλ. το 2023-), και συρρικνώθηκαν ταυτόχρονα, σημαντικά, οι επενδύσεις σε κατοικία (από 8-11% του ΑΕΠ το 2000-09 σε λιγότερο από 4% μετά το 2012 και μόλις στο 1,6% το 2023). Τα τελευταία ειδικότερα, δε, χρόνια σημειώνει ο ίδιος είχαμε όχι μόνον μια ταχύτατη αύξηση της ζήτησης κατοικιών από αλλοδαπούς αλλά και των χρονομισθώσεων, με αποτέλεσμα τη γήρανση του οικιστικού αποθέματος και την περιορισμένη προσφορά νέων κατοικιών, μεγάλο τμήμα των οποίων απευθυνόταν -και συνεχίζει να απευθύνεται- σε Έλληνες ή αλλοδαπούς με υψηλά εισοδήματα.
Καιρός: Πώς θα κάνουμε Χριστούγεννα - Βροχές, καταιγίδες και χιόνια από σήμερα, Κυριακή [βίντεο]
Οι εξελίξεις αυτές, τονίζει ο διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, οδήγησαν και στη μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης σε εθνικό επίπεδο κατά 4,5 μονάδες με βάση τα στοιχεία της Eurostat (από 74,0 το 2014 στο 69,6 το 2023), μια μείωση που φαίνεται να είναι μεγαλύτερη στα αστικά κέντρα. Πιο πρόσφατα, οδήγησαν όμως, και στη ραγδαία αύξηση τόσο των τιμών απόκτησης κατοικίας (νεόδμητης ή μη) όσο και των ενοικίων. Η αυξανόμενη δε απόκλιση ανάμεσα στο κόστος ενοικίασης και στο εισόδημα του τμήματος εκείνου των νέων που δεν διαμένει σε ιδιοκτήτη ή παραχωρημένη από τις προηγούμενες γενεές κατοικία, οδήγησε στην ανάδυση της τρέχουσας στεγαστικής κρίσης
Όσοι και όσες από τους νέους δεν μετανάστευσαν και παρέμειναν στη χώρα μας σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης, προσαρμόσθηκαν εν μέρει στη νέα αυτή κατάσταση. Η προσαρμογή αυτή οδήγησε όσους είχαν τη δυνατότητα συγκατοίκησης με τους γονείς τους να το πράξουν, με αποτέλεσμα τα ποσοστά των 18-34 ετών που διαμένουν στη γονική τους κατοικία να αυξηθούν ταχύτατα (μια αύξηση κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες ανάμεσα στο 2010 και το 2022) με αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα από τα υψηλότερα ποσοστά νέων ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμβιώνουν με τους γονείς τους (σχεδόν 72% έναντι 50% κατά μέσο όρο στην ΕΕ) και, ταυτόχρονα, και από τις υψηλότερες ηλικίες αποχώρησής τους από τη γονική κατοικία (>30,5 έτη). Ένα άλλο τμήμα των νεότερων γενεών, σύμφωνα με τον ίδιο, που δεν είχε αυτήν την δυνατότητα προσαρμόστηκε με την ενοικίαση κατοικίας που απορροφά πλέον ένα σημαντικό, και ολοένα αυξανόμενο, τμήμα των εισοδημάτων τους. Ωστόσο, και στις δυο περιπτώσεις, η προσαρμογή αυτή θα έχει, αν λάβουμε υπόψη και άλλες αρνητικές παραμέτρους, συσσωρευτικά, επιπτώσεις όχι μόνον στη δημιουργία οικογένειας, αλλά και στον αριθμό των παιδιών που θα αποκτήσουν κατά μέσο όρο οι γενεές αυτές.
Για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης που αναδεικνύεται πλέον σε «μεγα-πρόβλημα» για τα νεότερα κυρίως ζευγάρια, ο διευθυντής του ΙΔΕΜ προτείνει την υλοποίηση ενός διευρυμένου προγράμματος προσφοράς κοινωνικής κατοικίας και την δημιουργία ενός φορέα άσκησης στοχευμένων δημόσιων στεγαστικών παρεμβάσεων. Ένα τέτοιο πρόγραμμα, κατ’ αυτόν, θα έδιδε, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τη δυνατότητα, εκτός των άλλων, και στις γενεές των νέων που διαβιούν κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα και διαθέτουν χαμηλά -ή ακόμη και μεσαία- εισοδήματα να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες, με ένα προσιτό ενοίκιο που δεν θα απορροφά ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των περιορισμένων εισοδημάτων τους.
Μιλώντας δε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Κοτζαμάνης αναφέρει ότι, για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος ελήφθησαν τα τελευταία χρόνια, εκτός της επιδότησης του ενοικίου για τα νοικοκυριά με πολύ χαμηλό εισόδημα, και κάποια άλλα θετικά μέτρα όπως τα προγράμματα «Το σπίτι μου», «Στέγαση και Εργασία», «Κάλυψη»,και «Ανακαινίζω- Ενοικιάζω».
Τα προγράμματα αυτά έχουν όμως, κατ’ αυτόν, πολύ περιορισμένους προϋπολογισμούς και ωφελούμενους, και, με δεδομένη την υφιστάμενη κατάσταση, δεν πρόκειται να λύσουν το οξυμένο στεγαστικό ζήτημα των νεότερων γενεών.
Εκτιμά ότι απαιτείται πλέον ένα εκτεταμένο πρόγραμμα διάθεσης ενοικιαζόμενων κατοικιών με χαμηλό μίσθωμα, όπως αυτό που υπάρχει εδώ και δεκαετίες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, την υλοποίηση του οποίου δεν είναι δυνατόν να αναλάβει η ιδιωτική πρωτοβουλία. Η κοινωνική κατοικία θα πρέπει να είναι επομένως, από τις προτεραιότητες της κυβέρνησης, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των κοινωνικών εταίρων και της κοινωνίας των πολιτών. Η ταχύτατη υλοποίηση ενός τέτοιου εκτεταμένου προγράμματος σημειώνει, τέλος, «θα αμβλύνει ταυτόχρονα-εκτός των άλλων- τις αρνητικές επιπτώσεις της στεγαστικής κρίσης και στο δημογραφικό, όπως ορθώς το έχει επισημάνει και η πρόσφατη “Γνώμη Πρωτοβουλίας για το δημογραφικό” της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής».