Την κατάσταση δυσχεραίνουν οι παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με τις μειωμένες βροχοπτώσεις σε αρκετές περιοχές την ίδια ώρα που η θερινή τουριστική περίοδος οδεύει προς την κορύφωσή της.
«Πράγματι, φέτος σε πολλές περιοχές στα ανατολικά της χώρας υπάρχει για το διάστημα Οκτωβρίου 2023 με Απρίλιο 2024 μια μείωση των βροχοπτώσεων, σε σχέση με το μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας, κατά 40-50%. Στην Αττική, για παράδειγμα, είχαμε μείωση 45% ενώ μείωση είχαμε και στην Κρήτη και ειδικά στην Ανατολική Κρήτη και στον Άγιο Νικόλαο, ήταν της τάξεως του 60%», εξηγεί στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η ομότιμη καθηγήτρια στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, Μαρία Μιμίκου. Ωστόσο διευκρινίζει ότι λειψυδρία μπορεί να υπάρξει και χωρίς την ξηρασία.
«Η λειψυδρία στην Ελλάδα είναι ένα ενδημικό φαινόμενο θα έλεγα, είναι το έλλειμμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης νερού, του διαθέσιμου νερού. Επομένως, η λειψυδρία υπάρχει λόγω της ξηρασίας, αλλά υπάρχει περίπτωση να έχουμε λειψυδρία χωρίς να έχουμε ξηρασία. Πολλές ανατολικές χώρες έχουν έλλειμμα, απλά μας φαίνεται πιο πολύ, όσο συνεχίζονται τα ξηρά και άνομβρα χρόνια», σημειώνει η κ. Μιμίκου.
Όπως επισημαίνει η κ. Μιμίκου οι ξηρές χρονιές αλλά και η ανοικονόμητη κατανάλωση νερού προκαλούν λειψυδρία σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Για το λόγο αυτό, είναι ανάγκη να υπάρξουν περιορισμοί και να ληφθούν αποφάσεις.
«Υπάρχει ένα έντονο καμπανάκι στην Ελλάδα. Πρέπει σε κάθε χρήση νερού είτε είναι υδρευτική είτε αρδευτική- κυρίως στην αρδευτική- να βελτιωθούν οι μέθοδοι άντλησης να μεγαλώσει ο λόγος παραγωγικότητας του αγροτικού νερού», εξηγεί η κ. Μιμικού και προσθέτει ότι χρειάζεται να μπει σε σωστές βάσεις το θέμα της διαχείρισης των υδατικών πόρων.
«Θα πρέπει να υπάρχει ένας κεντρικός φορέας διαχείρισης υδατικών πόρων που θα λειτουργεί αποκεντρωμένα και κεντρικά κάτω από ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο εκτίμησης, αξιοποίησης και διαχείρισης των υδατικών πόρων και από εκεί και πέρα θα πρέπει να ακολουθήσουν τα μοντέλα διακυβέρνησης όπως υπάρχουν», λέει η κ. Μιμίκου.
Μεγάλη πτώση της στάθμης του νερού στην τεχνητή Λίμνη Μόρνου και στο φράγμα Αποσελέμης στην Κρήτη – Σε χαμηλά επίπεδα η στάθμη της τεχνητής λίμνης του Πηνειού στην Ηλεία
Μεγάλη πτώση της στάθμης του νερού σε σχέση με το 2022 διαπιστώνεται σε δύο σημαντικούς ταμιευτήρες νερού στη χώρα μας, σύμφωνα με δορυφορική ανάλυση δεδομένων από την Επιχειρησιακή Μονάδα BEYOND του ΙΑΑΔΕΤ/ΕΑΑ. Συγκεκριμένα, στην τεχνητή λίμνη Μόρνου, στη Στερεά Ελλάδα και στο φράγμα Αποσελέμης, στην Κρήτη, έπειτα από ανάλυση που εφάρμοσε το Beyond EO Centre NOA με δορυφορικές εικόνες Sentinel-2.
Όπως εξηγεί η Επιχειρησιακή Μονάδα BEYOND του ΙΑΑΔΕΤ/ ΕΑΑ παραθέτοντας σχετικούς χάρτες «είναι φανερό ότι και στις δύο περιπτώσεις η στάθμη του νερού έχει μειωθεί και η διαφορά πτώσης μεταξύ του 2022 και του 2024 παρουσιάζεται με διαγράμμιση. Το εμβαδόν της επιφάνειας της διαφοράς τους καλύπτει περίπου 4700 στρέμματα και 600 στρέμματα αντίστοιχα στους 2 χάρτες».
Από την πλευρά της η σελίδα climatebook λαμβάνοντας υπόψη τα δορυφορικά δεδομένα που επεξεργάστηκε από τον δορυφόρο Sentinel-2, στις 2 Ιουλίου 2023 διαπιστώνει ότι η συνολική έκταση της επιφάνειας της λίμνης ήταν ~16.5 km², ενώ στις 26 Ιουνίου 2024 υπολογίστηκε ~12.8 km². Την συγκεκριμένη χρονική περίοδο η έκταση της λίμνης είναι κατά 15-20% συρρικνωμένη σε σχέση με την μέση τιμή από το 2010.
«Η έκταση της τεχνητής Λίμνης του Μόρνου για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο υπολογίζεται ως η μικρότερη από το 2010 που υπάρχουν δορυφορικές παρατηρήσεις πολύ υψηλής ανάλυσης. Σημειώνεται ότι η τεχνητή Λίμνη του Μόρνου αποτελεί τον κύριο ταμιευτήρα ύδρευσης της Αθήνας», επισημαίνει το climatebook.
Τα παραπάνω δεδομένα προβληματίζουν την επιστημονική κοινότητα που «χτυπάει» καμπανάκι και για την Αττική.
«Ο Μόρνος έχει φτάσει στο όριο των 700 εκατομμυρίων κυβικών, που σημαίνει ότι τα καμπανάκια έχουν βαρέσει. Αν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση, θα μπορεί να αντέξει με την ίδια κατανάλωση και χωρίς μέτρα άλλα 2 χρόνια δεν ξέρω. Είναι ήδη οριακά. Δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσουμε άλλο ένα τέτοιο έτος χωρίς να σκεφτούμε μέτρα εξοικονόμησης νερού, και κυρίως για το αγροτικό νερό, καθώς το 80% διατίθεται για αγροτική παραγωγή», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μιμίκου.
Την ίδια ώρα, σημαντική μείωση παρατηρείται το τελευταίο διάστημα και στην έκταση της τεχνητής λίμνης του Πηνειού στην Ηλεία λόγω της απουσίας βροχών, των υψηλών θερμοκρασιών αλλά και ως αποτέλεσμα του πολύ ήπιου χειμώνα με τις περιορισμένες χιονοπτώσεις.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το climatebook και λαμβάνοντας υπόψη τα δορυφορικά δεδομένα που επεξεργάστηκε η σελίδα από τον δορυφόρο Sentinel-2, στις 22 Ιουλίου 2023 (ένα χρόνο πριν) η συνολική έκταση της επιφάνειας της λίμνης ήταν ~16.6 km², ενώ στις 21 Ιουλίου 2024 υπολογίστηκε ~9.8 km². Σε σύγκριση με την μέση τιμή από το 2010 η έκταση της λίμνης σήμερα είναι 35-40% μικρότερη.
Όπως εξηγεί ο φυσικός- μετεωρολόγος και επιστημονικός συνεργάτης του meteo.gr και του climatebook, Σταύρος Ντάφης, το 2008 που είχαν παρατηρηθεί επίσης φαινόμενα λειψυδρίας στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, τα νούμερα όσον αφορά την έκταση και τον όγκο νερού που είχαν οι ταμιευτήρες ήταν ακόμη χειρότερα. «Φέτος, αν και δεν έχουμε πλησιάσει ακόμα το 2008, μεσολαβούν ακόμα δύο μήνες σχεδόν μέχρι να αρχίσουν οι βροχές του φθινοπώρου, θα δούμε λίγο χειρότερα νούμερα τους επόμενους μήνες», σημειώνει.
Από τον Ιούλιο του 2023, σύμφωνα με τον κ. Ντάφη, οι βροχοπτώσεις που έχουν σημειωθεί σχεδόν κάθε μήνα, είναι κάτω από το μέσο όρο των τελευταίων 30 ετών. «Αυτό συμβαίνει κυρίως στην ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά του Αιγαίου, Κρήτη και Δωδεκάνησα, και στην Πελοπόννησο. Εξαιρείται η Κυπαρισσία αλλά το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου βρίσκεται κι αυτό σε πορτοκαλί συναγερμό, στο θέμα έλλειψης βροχοπτώσεων αλλά και ξηρασίας του εδάφους», τονίζει ο κ. Ντάφης και προσθέτει ότι οι δύο καύσωνες του Ιουνίου και του Ιουλίου επιδείνωσαν αυτή την κατάσταση της ξηρασίας. «Το έδαφος μέχρι τον Μάιο, μέχρι τον Απρίλιο δεν ήταν και τόσο ξηρό σε αυτές τις περιοχές. Συνέβη όμως ξαφνική ξηρασία. Η ξαφνική ξηρασία ξεκινάει όταν έχουμε μία ξαφνική άνοδο της θερμοκρασίας φυσικά, ισχυρότερους από το κανονικό ανέμους και περισσότερες ώρες από το κανονικό ηλιοφάνεια, που ενισχύουν την εξάτμιση. Έτσι καταπονούνται και τα δέντρα μέσω της εξατμισοδιαπνοής, αλλά και το έδαφος χάνει στα πρώτα του εκατοστά αρκετό νερό», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ντάφης.