Ο τυρφώνας (έλος) στα Τενάγη Φιλίππων είναι μοναδικός. Είναι ο βαθύτερος σε παγκόσμιο επίπεδο, με πάχος περίπου 170 μέτρα που αντιστοιχούν σε μια απόθεση της τύρφης τα τελευταία 1.300.000 χρόνια. Αποτελεί λοιπόν ένα σπάνιο κλιματικό αρχείο, ένα από τα λίγα σημεία αναφοράς για τα χερσαία περιβάλλοντα σε παγκόσμιο επίπεδο σχετικά με την κλιματική αλλαγή.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Έλληνας ερευνητής του Τμήματος Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, Ανδρέας Κουτσοδενδρής, παρομοιάζει τα Τενάγη Φιλίππων με ένα μεγάλο βιβλίο Ιστορίας, όπου κάθε εκατοστό της τύρφης αντιστοιχεί σε μια σελίδα με πληροφορίες για αλλαγές στη βλάστηση και στο κλίμα της περιοχής. «Οι πιο πολλές περιοχές μάς δίνουν πληροφορίες για μερικές εκατοντάδες ή λίγες χιλιάδες χρόνια. Το μοναδικό της περιοχής Τενάγη Φιλίππων είναι ότι έχουμε ένα κλιματικό αρχείο που πηγαίνει πίσω σε βάθος χρόνου και είναι μοναδικό. Αφορά στην Ιστορία που έχει καταγραφεί εκεί τα τελευταία 1,3 εκατομμύρια χρόνια», λέει χαρακτηριστικά.
Μια ομάδα επιστημόνων, με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και τον κ. Κουτσοδενδρή, διεξάγει στην περιοχή έρευνα για σχεδόν 20 χρόνια, έχοντας ως στόχο να καταγράψει τις αλλαγές στο οικοσύστημα της περιοχής σε βάθος χρόνου, πληροφορίες πολύτιμες και για τη βιωσιμότητά της στο μέλλον.
Η επιλογή της περιοχής αυτής έγινε και για έναν ακόμα λόγο. Το κλίμα στα Τενάγη Φιλίππων είναι αντιπροσωπευτικό για τις ξηρές περιοχές της Μεσογείου, δηλαδή για τα δύο τρίτα της λεκάνης της Μεσογείου που υπολογίζονται σε περίπου 76 εκατομμύρια εκτάρια. Οπότε οι εκτιμήσεις των ερευνητών για τις αλλαγές στο κλίμα εδώ αφορούν και στο μεγαλύτερο ποσοστό των οικοσυστημάτων της Μεσογείου.
Αντικείμενο μελέτης αποτέλεσε η γύρη, που, όπως εξηγεί ο κ. Κουτσοδενδρής, αν βρεθεί στο κατάλληλο περιβάλλον, μπορεί να διατηρηθεί για εκατομμύρια χρόνια μέσα στα ιζήματα και να δώσει σημαντικές πληροφορίες για τη βλάστηση και άρα το κλίμα του παρελθόντος.
Η ερευνητική ομάδα εστίασε στα ανώτερα 90 μέτρα της τύρφης, που αντιστοιχούν περίπου στα τελευταία 500.000 χρόνια ιστορίας της περιοχής. Αφού έκαναν γεωτρήσεις για τη συλλογή ιζημάτων, οι επιστήμονες μελέτησαν περίπου 2.500 δείγματα γύρης που διατηρήθηκαν σε ιζήματα διαφορετικού βάθους για να εντοπίσουν τις διακυμάνσεις του κλίματος και της βλάστησης κατά την περίοδο αυτή.
Κλήρωση Τζόκερ (22/12): Αυτοί είναι οι τυχεροί αριθμοί που κερδίζουν
Τα δείγματα που επιλέχθηκαν έχουν χρονική απόσταση μεταξύ τους περίπου 200 χρόνια, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις η χρονική διαφορά είναι μόλις 80 χρόνια, προκειμένου η βλάστηση και οι αλλαγές της κατά τη διάρκεια αυτών των 500.000 χρόνων να μπορεί να μελετηθεί με μεγάλη ακρίβεια.
Τα δεδομένα από τη μελέτη της γύρης συσχετίστηκαν με γεωχημικές αναλύσεις της τύρφης, η χημική σύσταση της οποίας αλλάζει ανάλογα με το κλίμα της κάθε εποχής, καταγράφοντας με λεπτομέρεια τις μεταβολές στα επίπεδα βροχόπτωσης. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν καταδεικνύουν ότι στο παρελθόν, μόλις οι βροχοπτώσεις έπεσαν σε χαμηλά όρια, τα μεσογειακά δάση μετατράπηκαν σε στέπες ταχύτατα, μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες.
Επίσης, διαπίστωσαν ότι η ποσότητα των βροχοπτώσεων στην περιοχή της Μεσογείου επηρεάστηκε από τις αλλαγές στην περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα, γεγονός ιδιαίτερα ανησυχητικό σήμερα που, όπως εξηγεί ο ερευνητής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα θεωρείται η μεγαλύτερη των τελευταίων 4,5 εκατομμυρίων χρόνων.
«Επειδή τα μεσογειακά δάση είναι εξαιρετικά ευαίσθητα στην κλιματική αλλαγή, η ανησυχία για την επιβίωσή τους αυξάνεται υπό το πρίσμα των ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της συνακόλουθης υπερθέρμανσης του πλανήτη», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κουτσοδενδρής.
Οι παραπάνω πληροφορίες σε συνδυασμό με τα εξειδικευμένα κλιματικά μοντέλα που έχουν στα χέρια τους οι επιστήμονες προειδοποιούν για μια δραματική μείωση των βροχοπτώσεων και άρα πιθανή ερημοποίηση των δασών της Μεσογείου στο εγγύς μέλλον.
Οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι σε μια τέτοια περίπτωση, η εξαφάνιση των δασών της Μεσογείου δεν θα γίνει σταδιακά αλλά με πολύ γρήγορους ρυθμούς, γι’ αυτό και χρειάζονται στοχευμένες παρεμβάσεις διαχείρισης των δασών ώστε αυτά να γίνουν πιο ανθεκτικά.
Στην έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Nature Communications», συμμετέχει μια μεγάλη ομάδα ερευνητικών φορέων. Από την Ελλάδα συμμετέχει το Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών με τον καθηγητή Κίμωνα Χρηστάνη. Επίσης, παίρνουν μέρος το Ινστιτούτο Εξελικτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Μονπελιέ με τον Έλληνα ερευνητή, Βασίλη Δάκο, η Σχολή Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, το Τμήμα Μοριακής Βοτανολογίας του Πανεπιστημίου του Χόχενχαϊμ, το Ινστιτούτο Γεωλογίας του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, το Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Ρόγιαλ Χόλογουεϊ του Λονδίνου, το Κέντρο Βιοποικιλότητας και Κλιματικής Έρευνας Σένκενμπεργκ στη Φρανκφούρτη και η Σχολή Περιβάλλοντος, Γεωγραφίας και Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ.