Ωστόσο όπως έχει γίνει γνωστό, έκρυθμη παραμένει η κατάσταση στο χωριό Μυρτιά παραμένει ενώ οι φόβοι για βεντέτα είναι ορατοί όπως φάνηκε και από το κάψιμο του σπιτιού του 37χρονου την ώρα που κηδευόταν η ανήλικη.
Η απολογία του 37χρονου θα γίνει στην Αστυνομική Διεύθυνση Ηλείας. Εκεί θα μεταβούν ανακριτής και εισαγγελέας λίγο μετά τις 10:30, καθώς αποφασίστηκε να μην μεταφερθεί ο δολοφόνος στα δικαστήρια, υπό τον φόβο λιντσαρίσματός του.
«Όχι» από 22 δικηγόρους
Είκοσι δύο δικηγόροι κλήθηκαν να υπερασπιστούν τον δολοφόνο της Βασιλικής, κανένας όμως δεν δέχτηκε, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του τηλεοπτικού σταθμού Star.
Πρόκειται για δικηγόρους όχι μόνο από τον Πύργο και την Πάτρα, αλλά από όλη την Ελλάδα. Οι νομικοί αρνήθηκαν να τον υπερασπιστούν λόγω της αγριότητας του εγκλήματος με θύμα ένα παιδί, καθώς οι περισσότεροι εξ αυτών είναι γονείς.
Ένας ακόμα λόγος που θεωρείται ότι λειτούργησε αποτρεπτικά για τους δικηγόρους είναι το κύμα οργής εναντίον του 37χρονου δράστη και ο φόβος για αντίποινα. Ωστόσο, φαίνεται ότι ο 23ος δικηγόρος δέχτηκε να αναλάβει την υπεράσπισή του.
Καφετζού στα Μέγαρα: Πώς έφαγαν από ηλικιωμένο 850.000 ευρώ - «Βρέθηκα μπλεγμένος για ένα οικόπεδο»
Όπως φαίνεται η απολογία του δεν θα διαφέρει πολύ από την κατάθεση του στην οποία ομολόγησε την πράξη του και περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια πώς έπεισε το παιδί να τον ακολουθήσει στη βόλτα, πώς επιχείρησε να το βιάσει και πώς τελικά το σκότωσε.
«Η Βασιλική αντέδρασε και δεν ήθελε»
«Όταν φτάσαμε σε μία αγροτική περιοχή μεταξύ Λεχαινά και Αρετής σταμάτησα το αυτοκίνητο και κατεβήκαμε και οι δύο κάτω. Τότε εγώ της έπιασα το χέρι και ήθελα να συνευρεθούμε ερωτικά, αλλά η Βασιλική αντέδρασε και δεν ήθελε και μου είπε ότι θα το πει στον πατέρα της και τη μάνα της», είχε περιγράψει στην ομολογία του ο 37χρονος.
Αρχικά προσπάθησε να αρνηθεί το έγκλημα, όμως ομολόγησε όταν είδε τις εικόνες που είχαν στα χέρια τους οι αστυνομικοί και κατάλαβε πως υπήρχαν αποδείξεις εναντίον του.
«Το μεσημέρι της 9ης Ιουνίου ήμουν στο κέντρο του χωριού Μυρτιά Ηλείας και σταμάτησα με το αυτοκίνητό μου στο φούρνο. Εκεί τυχαία, ήταν η ανιψιά μου Βασιλική. Η Βασιλική με ρώτησε πότε θα πάμε για μπάνιο όλοι μαζί με τα παιδιά μου και εγώ της είπα ότι θα τους πάω όποια μέρα σχολάσω νωρίς. Εκείνη τη στιγμή δεν ξέρω πώς μου ήρθε και είπα στη Βασιλική να περάσω να την πάρω το βραδάκι και να πάμε μια βόλτα και αυτή δέχτηκε και κανονίσαμε να πάω κατά τις 20:00», ανέφερε.
«Πράγματι, πήγα στο σπίτι της περίπου στις 8:20 της 9ης Ιουνίου και έκατσα με τη Βασιλική και τη μητέρα της, Ιουλία. Η Βασιλική μου έπλυνε το αυτοκίνητο και μετά έφυγα περίπου στις 9:30 ώρα. Όταν έφυγα εγώ, έφυγε και η Βασιλική από το σπίτι της και όπως είχαμε κανονίσει θα βρισκόμασταν λίγο έξω από το χωριό για να μη μας δουν», είπε.
«Εγώ πήγα με το αυτοκίνητό μου και την περίμενα πίσω από το χωριό στο δρόμο προς Χανάκια. Μετά από λίγο η Βασιλική ήρθε, μπήκε στο αυτοκίνητο με τη θέλησή της και ξεκινήσαμε να πάμε βόλτα. Πρώτα ήρθαμε στο σούπερ μάρκετ στον Πύργο και έβγαλα λεφτά, μετά στο βενζινάδικο στον Πύργο και έβαλα βενζίνη, περάσαμε από τον Άγιο Ιωάννη και πήραμε να πιούμε από το περίπτερο ενεργειακά ποτά και φύγαμε και πήγα προς Λεχαινά. Η Βασιλική μου είπε πού πάμε και εγώ της είπα πάμε βόλτα και συνέχισε να πίνει ένα ενεργειακό ποτό», πρόσθεσε ο 37χρονος.
«Θόλωσα, την έσπρωξα και έπεσε κάτω και πήγα στο αμάξι, στην πόρτα του οδηγού που είχα ένα κατσαβίδι και το πήρα και πήγα πάλι σε αυτή. Ήταν ακόμα κάτω και άρχισα να την καρφώνω με το κατσαβίδι. Την κάρφωνα στο λαιμό, την πλάτη και στο πλάι και είδα ότι έβγαινε αίμα. Την τράβηξα από τα μαλλιά και την πήγα λίγο πιο πέρα και τότε αυτή έβγαλε ένα ήχο σαν “ωχ” και μετά δεν ξαναμίλησε. Μετά την πήγα πιο πέρα να την κρύψω γιατί φοβήθηκα και την έκρυψα σε κάτι καλάμια και τη σκέπασα με ξερά χόρτα», περιέγραψε.