Στην κατάθεσή της που ράγισε καρδιές και έκανε τους πάντες να βάλουν τα κλάματα μεταξύ άλλων είπε: «Θα ήθελα να είμαι και εγώ εκεί, αλλά εγώ ήμουν στη δουλειά. Η κόρη μου Εβίτα, ο γιος μου Ανδρέας και ο σύζυγος μου Γρηγόρης χάθηκαν στη φονική πυρκαγιά από τις εγκληματικές παραλείψεις και τα λάθη όλων των κατηγορουμένων. «Γιατί τα παιδιά μας γιατί» είπε ξεσπώντας σε λυγμούς.
«Στις 23 Ιουλίου τελείωσαν τα πάντα.. Δεν είναι ζωή αυτή όχι χωρίς αυτούς Η Εβιτα μου θα έδινε πανελλαδικές και ο Ανδρέας μου θα ήταν 16 … θα τους έβλεπα να μεγαλώνουν να ερωτεύονται …. Τι έχει μείνει από όλα αυτά μόνο εγώ και είμαι σήμερα εδώ μπροστά σας να ζητήσω δικαίωση. Τη μια και μοναδική, απόλυτη δικαίωση για τις ψυχές τους . Πιστεύω σε εσάς , ζητάω σας παρακαλώ για τα παιδιά μου , τα παιδιά μας, τους συζύγους μας οι υπεύθυνοι πρέπει να τιμωρηθούν.Είναι εγκληματικές κακουργηματικές πράξεις και παραλείψεις» είπε στους δικαστές και αναφέρθηκε στο γεγονός πως η οικογένεια της παγιδεύτηκε.
Την ώρα που ο άνδρας μου φώναζε «καιγόμαστε» εκείνοι πίνανε καφέ… Τραγικές εγκληματικές παρέλειψες λάθη» επανέλαβε «ποιον περιμένεις να σου δώσει εντολή ο Θεός; Είμαστε εδώ για να τιμήσουμε τους ανθρώπους που χάθηκαν…».
Μιλώντας για εκείνη την ημέρα τόνισε:
«Εγώ επέμενα, τηλεφωνούσα συνεχώς. Βγήκε ο Γρήγορης στη λεωφόρο Μαραθώνος να δει τι συμβαίνει. Γύρω στις έξι παρά βγήκε να δει. Με πήρε τηλέφωνο και ήταν άλλος άνθρωπος. Ήταν τρομοκρατημένος γιατί η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Θα έφευγε από το σπίτι για να βρει ασφαλές σημείο με τα παιδιά. Εγώ μόλις το άκουσα αυτό έφυγα από το γραφείο. Όταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθώνος στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαιναν γιατί έχουν σταματήσει. Έπαιρνα το Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν.
Την τελευταία φορά που άκουσα τον γιο μου μου ήταν τρομοκρατημένος. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. «Φοβάμαι μαμά μου!» μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει «εσύ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς». Ήταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι να του πω ότι όλα θα πάνε καλά» είπε κλαίγοντας.
Μιλώντας για την προσπάθειά της να πλησιάσει στο σημείο είπε: «Πήγα με ένα φίλο. Του είπα να πάει στο σπίτι στο Μάτι να δει μήπως τους βρει. Με παίρνει και μου λέει «στο σπίτι δεν υπάρχει κανένας» και πως καιγόταν ένα σημείο του σπιτιού και προσπαθούσε να το σβήσει μόνος του. Να το ξαναπώ; Ανυπαρξία κρατικού μηχανισμού. Ξεκίνησα να πάω στο Μάτι φορτωμένη με όσα πράγματα θεωρούσα ότι μπορεί να χρειάζονταν άνθρωποι που έχουν περάσει από φωτιά. Πριν φτάσω στην Αγία Μαρίνα είδα δυο περιπολικά σταματημένα κι έκλειναν το δρόμο. “Πού πάτε κυρία μου; Είστε τρελή; Κάτω κάηκαν τα πάντα” μου είπαν και απάντησα «θα περάσω τώρα, ψάχνω την κόρη μου, τον άντρα και το γιο μου». Ποιο Μάτι; Ποια περιοχή; Δεν υπήρχε τίποτα. Μυρωδιά καμένου, σκοτάδι, νεκρική σιωπή! Δεν είχε μείνει τίποτα ζωντανό. Μόνο κάποιοι άνθρωποι σαν εμάς».
Κατάλαβα ότι ο Γρηγόρης έτρεχε για να σωθεί. Έκανα εικόνα τη στιγμή που μιλούσα με το Γρήγορη και φώναζε στα παιδί να φύγουν και η Εβίτα έλεγε “μπαμπά να βάλω τα παπούτσια μου” και της φώναζε “έλα με τις σαγιονάρες”. Ήθελα να ψάξω δρόμο δρόμο. Κατεβαίναμε στον παραλιακό δρόμο του Ματιού. Εγκατάλειψη. Καμένα. Κόσμος που έψαχνε τους δικούς του. Δεν ξέρω αν μπορείτε εσείς να μπείτε στα δικά μας μάτια να ζήσετε ότι ζησαμε. Με τι λόγια; Ποιες πινελιές να ζωγραφίσουν εκείνη τη μαύρη εικόνα;.
Φτάσαμε στο σημείο που ήταν τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός. Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Που ήταν οι δικοί μου άνθρωποι; Θα τους έβρισκα έτσι; Βλέπω το αμάξι του συζύγου μου παρατημένο. Λέω όχι εδώ ο άνδρας μου και τα παιδιά μου! Γιατί έχει παρατήσει το αμάξι ανοιχτό; Τι τον ανάγκασε; Δεν ήξερα. Φώναζα τα ονόματα τους. Ποιος να απαντήσει; Τι να απαντήσει;» είπε.
«Κάποια στιγμή μάθαμε ότι υπήρχε ένα οικόπεδο, το οικόπεδο Φράγκου. Που είναι αυτό το οικόπεδο ρωτάω. Από την περιγραφή του σημείου κατέρρευσα. Ήταν πολύ κοντά εκεί που βρέθηκε το αυτοκίνητο. Είχα περάσει απ’ έξω! Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απ’ έξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ η μάνα είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου.
Θέλω να μπω μέσα. Κάποιοι αστυνομικοί έκλεισαν την καγκελόπορτα. Τους λέω αν δε με αφήνετε, μπείτε εσείς, ο σύζυγος μου έχει ένα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών. Λίγο αργότερα είδα να έρχονται οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ. Τους παρακάλεσα να μπω μέσα. Μας είπα να αναγνωρίσουμε τους ανθρώπους μας στο Σχιστό και στο Γουδί. Ο Τάκης βρήκε κάποιους δικούς του και τους έδωσε πληροφορίες για τον άντρα μου και το παιδάκι μου. Μετά άρχισε το ταξίδι μου στις υπηρεσίες. Δε μπορώ να πιστέψω ότι από μια πυρκαγιά, την κρατική ανυπαρξία, χωρίς πυροσβεστικά, χωρίς εναέρια, να φτάνεις να χάνεις τους δικούς σου και να πηγαίνεις από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Όχι εμάς, των ανθρώπων μας. Να σε σέρνουν και να σε τρέχουν και να μη ξέρει ένας να πει αν οι άνθρωποι σου είναι εδώ…
Εγώ η ίδια πήγα στα ψυγεία να δω αφού δε μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την ιατροδικαστική υπηρεσία να δώσω dna για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν. Τα χεράκια της, τα δαχτυλάκια της. Ήξερα για τον άντρα μου, αλλά ευχόμουν για τον Αντρέα μου. Μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζα ακόμα. Με ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε και ο Αντρέας μου και ακολούθησε το δρόμο που άνοιξε ο Γρηγόρης και η Εβίτα μου».
Δίκη για το Μάτι: Νέες φρικιαστικές περιγραφές – «Περπατούσα και καιγόμουν»
Η Ιωάννα Πεταλά αναφέρθηκε στους υπερήλικες γονείς της, με τους οποίους χωρίστηκε πάνω στον πανικό και εκείνοι δεν τα κατάφεραν να ξεφύγουν από τις φλόγες: «Η μάνα ήταν πεσμένη στα γόνατα στο πεζοδρόμιο, τόσο καμμένη που δεν είχε μαλλιά. Ήταν γυμνή, χωρίς μαλλιά και ούρλιαζε. Της έφεραν ένα τραπεζομάντηλο από την ταβέρνα και νερό. Ξέρω από έναν κύριο που ήταν μαζί της ότι 5-6 ώρες πονούσε αλλά ήταν ζωντανή. Με το που έφτασε στη Ραφήνα πέθανε» είπε και συνέχισε.
«Δεν μας ενημέρωσε κανείς. Υπήρξε η αντίληψη στο Μάτι ότι αν συνέβαινε κάτι επικίνδυνο χτυπούσαν οι καμπάνες. Αν μας ειδοποιούσε κάποιος έστω και δέκα λεπτά νωρίτερα, ήταν μια κατηφόρα θα είχαμε φτάσει στη θάλασσα. Οι δικοί μου θα ζούσαν» ανέφερε.
Η μάρτυρας περίγραψε στους δικαστές πως μέσα σε λίγα λεπτά η φωτιά έφτασε στο σπίτι τους και υποχρεώθηκαν να φύγουν λίγο πριν τις 6 το απόγευμα, με το αυτοκίνητο μιας γειτόνισσας.
«Κόπηκε το ρεύμα και βγήκε όλη η γειτονιά έξω. Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, ο αέρας δυνατός. Είπαμε να κλειστούμε στο σπίτι. Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Άρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε προς Περικλεους. Την ώρα που φεύγαμε μια γειτόνισα έμπαινε στο αμάξι της και πήγαμε μαζί της. Φύγαμε αναγκαστικά αριστερά κάτω. Η φωτιά μας κυνήγαγε από αριστερά και πίσω. Όταν ακινητοποιήθηκαμε είδα ότι η φωτιά ήταν πολύ κοντά. Τους λέω «βγείτε έξω θα καούμε». Έπεσε πολύ πυκνός μαύρος καπνός» περιέγραψε η μάρτυρας η οποία έντονα φορτισμένη μίλησε για τη στιγμή που η φωτιά τους πρόλαβε: «Έπεσα κάτω, έχασα τα γυαλιά μου. Γύρισα πίσω και είδα πύρινες νιφάδες. Ενστικτωδώς κατευθύνθηκα προς τη θάλασσα. Άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Περνούσε ένας νεαρός μόνο με το μποξεράκι του και μια μάνα με ένα λιπόθυμο ή νεκρό παιδάκι στην αγκαλιά της…» Η ίδια καιγόταν και με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να φτάσει στη θάλασσα όπου παρέμεινε.
«Από πάνω καιγόντουσαν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Κάθισα δίπλα σε μια οικογένεια. Κάποια στιγμή κρύωνα. Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου. Βγήκα έξω και ξαναμπήκα μέσα γιατί στέγνωσα και πέθαινα από τον πόνο». Η μάρτυρας περιέγραψε πως άκουγε ανθρώπους γύρω της να προσπαθούν να βρουν βοήθεια, χωρίς αποτέλεσμα . «Κάποια στιγμή κάποιος μίλησε με ένα δικό του. «Είμαστε όλοι στην παραλία, ειδοποίησε κάποιον να μας σώσει». του είπε. Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή κάποιου γνωστού μου. Ζήτησα βοήθεια γιατί δε μπορούσα ούτε να μιλήσω. Άκουσα στην παραλία τη φωνή της γειτόνισσας. Της λέω που είναι η μάνα μου. Μου λέει είναι καλά. Προσπάθησα να τη βρω.
Κάποια στιγμή ήρθε ένα καραβάκι, έπεσα λιπόθυμη. Φτάσαμε στη Ραφήνα. Κάποια στιγμή με πήγαν στο Θριάσειο, μετά από λίγο με πήγαν στο ΓΝΑ έμεινα 54 μέρες. Έχω καεί στα χέρια, πλάτη, γλουτούς και πόδια. Έπαθα πνευμονική εμβολή, είχα επιπλοκές. Μπήκα ΜΕΘ 8 ημέρες. Είχαν πει ότι δε θα γλιτώσω. Δε μπορούσα να περπατήσω. Ακόμα με πονάνε στη ζέστη τα εγκαύματα. Δε μπορώ να λειτουργήσω σωστά. Δεν περνάει μέρα που να μη σκεφτώ αυτά που έχω ζήσει».
Νεκροί στο Μάτι: «Πήγα να τη δω και ο θάλαμος μύριζε καμένη σάρκα»
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε στη συνέχεια η αδελφή της μάρτυρος, Ελένη Πέταλα η οποία μίλησε για τις απεγνωσμένες προσπάθειές της να εντοπίσει την οικογένεια της μέσα στο αλαλούμ που επικρατούσε. «Αναζητώντας τους δικούς μου ανθρώπους, έκανα δεκάδες τηλέφωνα παντού. Λιμενικό, πυροσβεστική, νοσοκομεία. Δεν έβρισκα κανένα. Και δέχομαι κλήση λίγη ώρα αργότερα από την πυροσβεστική Θεσσαλονίκης! Εκεί δήλωσα τους αγνοούμενους! Στην πυροσβεστική Θεσσαλονίκης» κατέθεσε και συνέχισε λέγοντας πως όταν κατάφερε να εντοπίσει την αδελφή στο νοσοκομείο και ζήτησε να της μιλήσει της είπαν: «δεν μπορείτε, είναι καμμένα τα χέρια της». «Καταλαβαίνετε το σοκ», είπε φορτισμένη «Πήγα να τη δω και ο θάλαμος μύριζε καμένη σάρκα. Ήταν άλλοι τρεις μαζί με την αδελφή μου».
«Δεν είχα καμία ειδοποίηση για τους γονείς μου άλλωστε και την αδελφή μου μόνη μου τη βρήκα στο νοσοκομείο. Τηλεφώνησα στο νεκροτομείο και τους είπα πως πιστεύω ότι έχουν εκεί τους γονείς μου. Ζήτησα να πάρουν δείγμα DNA. Πράγματι ήρθαν και πήραν δείγμα από την αδελφή μου. Την Παρασκευή αναγνωρίστηκε η μητέρα μου και το Σάββατο ο πατέρας μου», κατέθεσε και συμπλήρωσε «καμία υπηρεσία δεν λειτούργησε».
Ειδήσεις σήμερα
Έμμα: Σοκάρει η μαρτυρία για το πώς ο οδηγός σκότωσε την 21χρονη
Κάνιε Γουέστ: Εκτός twitter μετά από άγριο καυγά με τον Μασκ