Η ομάδα Up Stories χάρη την πολύτιμη βοήθεια του φίλου G-fly όπου και μας παραχώρησε τα εναέρια πλάνα του αποκαλύπτει σε ενα πολύ μεγάλο μέρος των κατοίκων του λεκανοπεδίου που δεν γνώριζαν μέχρι σήμερα το μικροσκοπικό μεν αλλά τεράστιας σημασίας για την καθημερινότητα των κατοίκων της Αττικής νησάκι με το όνομα Ψυττάλεια.
Η Ψυττάλεια βρίσκεται κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής από τον Πειραιά το Κερατσίνι την Δραπετσώνα και το Πέραμα. Στην πραγματικότητα είναι το μοναδικό νησάκι που χωρίζει την ευρύτερη περιοχή του Πειραιά από την Σαλαμίνα και η λειτουργία του ως Κέντρο Επεξεργασίας Λυμάτων είναι τόσο κομβική για την Αττική που πολλοί την χαρακτηρίζουν και ως το “Νεφρό της Αττικής”. Τις ημέρες που προηγήθηκαν με την τρομακτική εκτίναξη των κρουσμάτων λόγω της παραλλαγής Όμικρον και την αύξηση του ιικού φορτίου στα λύματα της Αττικής η Ψυττάλεια θα λέγαμε πως “βούλιαξε” από το ιικό φορτίο που οι επιστήμονες ανίχνευαν με τις μετρήσεις τους στα λύματα.
Το Κέντρο Επεξεργασίας Λυμάτων Ψυττάλειας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι έσωσε τον Σαρωνικό από οικολογική καταστροφή. Μέχρι το 1994 όλα τα λύματα της Αττικής κατέληγαν, μέσω δύο γιγαντιαίων αγωγών, χωρίς επεξεργασία, στη θάλασσα! Πώς φτάσαμε όμως σε αυτόν τον περιβαλλοντικό όλεθρο;
Τη δεκαετία του ’40 έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες σηπτικές δεξαμενές. Τα βυτιοφόρα άδειαζαν το περιεχόμενό τους σε μεγαλύτερες δεξαμενές, τις λεγόμενες χαβούζες, που καταργήθηκαν μόλις το 1985, με τη λειτουργία κέντρου επεξεργασίας στη Μεταμόρφωση. Ο πρώτος κεντρικός αποχετευτικός αγωγός άρχισε να κατασκευάζεται λίγο πριν από το 1960 και οδηγούσε τα λύματα όλης της Αθήνας στην τοποθεσία «Ακροκέραμος» στο Κερατσίνι. Ο αγωγός αρχικά ικανοποίησε τους κατοίκους, αλλά προκάλεσε σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα.
Πειραιάς: Στο νοσοκομείο δυο πυροσβέστες από τη φωτιά σε διαμέρισμα
Ο Σαρωνικός και οι παραθαλάσσιες περιοχές δυτικά του Πειραιά δέχονταν διαρκώς αυξανόμενη επιβάρυνση από τότε και για τα επόμενα τριάντα πέντε χρόνια. Τα πράγματα αναγκαστικά έπρεπε να αλλάξουν. Η ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ είχε ως απότοκο τη νομική υποχρέωση για προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος. Η οδηγία 91/271/ΕΟΚ απαιτούσε τουλάχιστον δευτεροβάθμια επεξεργασία λυμάτων για όλους τους οικισμούς άνω των 15.000 κατοίκων, έως και το τέλος του 2000.
Έτσι, δημιουργήθηκε το ΚΕΛΨ, το οποίο ήταν κοντά στην τοποθεσία όπου ήδη κατέληγε το δίκτυο. Το κέντρο ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις και σήμερα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα του είδους σε όλο τον κόσμο. Εκεί, ύστερα από τα στάδια επεξεργασίας στις μεγάλες δεξαμενές καθίζησης, το νερό επιστρέφει, στο μεγαλύτερό του ποσοστό, καθαρό στη θάλασσα με δύο υποθαλάσσιους αγωγούς μήκους 1.870 μέτρων ο καθένας, που βρίσκονται σε βάθος 63 μέτρων.
Η λάσπη που έχει κατακαθίσει, μετά από επεξεργασία, γίνεται χρήσιμο βιοκαύσιμο και διοχετεύεται στην τσιμεντοβιομηχανία. Στην Ελλάδα διανέμεται με ειδικά βυτία και στην Κύπρο φτάνει με εμπορικό πλοίο. Από τις διαδικασίες επεξεργασίας παράγεται επίσης ενέργεια και για τις ανάγκες των εγκαταστάσεων που μπορούν να λειτουργήσουν στο λεγόμενο island mode, δηλαδή εντελώς αυτόνομα για κάποιες μέρες, αν χρειαστεί. Στις εγκαταστάσεις καταφθάνουν καθημερινά κατά μέσο όρο 700.000 κυβικά αποβλήτων από την Αττική και τη Σαλαμίνα.
Η ποσότητα αντιστοιχεί σε μέγεθος ενός μεγάλου ποταμού! Ύστερα από έντονες βροχοπτώσεις ο όγκος που περνάει από τον κεντρικό αγωγό των εγκαταστάσεων μπορεί να ξεπεράσει και τα 1.200.000 κυβικά, με κίνδυνο υπερχείλισης. Κάτι που μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στη διαδικασία είναι οι μεγάλες συγκεντρώσεις σε χημικά διαλύματα, που καταστρέφουν τη βακτηριακή χλωρίδα.