Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθεί την ψηφιακή πρόοδο των κρατών μελών μέσω των εκθέσεων για τον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI) από το 2014. Ο Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) είναι ένας ετήσιος δείκτης για τη μέτρηση της προόδου των κρατών μελών της ΕΕ στην πορεία προς μια ψηφιακή οικονομία και κοινωνία, με βάση τα δεδομένα της Eurostat, καθώς και εξειδικευμένες μελέτες και μεθόδους συλλογής δεδομένων.
Ο DESI 2020 βασίζεται σε στοιχεία του 2019. Η Φινλανδία, η Σουηδία, η Δανία και οι Κάτω Χώρες κατέχουν ηγετική θέση, όσον αφορά τις συνολικές ψηφιακές επιδόσεις στην ΕΕ.
Παρά την αύξηση της συνολικής βαθμολογίας της (37,3 το 2020 έναντι 35,1 το 2019), η Ελλάδα, όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση της Κομισιόν, σημείωσε περιορισμένη βελτίωση των επιδόσεών της, όσον αφορά τις παραμέτρους του δείκτη DESI που μετρήθηκαν.
Ωστόσο, βελτίωσε τις επιδόσεις της, όσον αφορά την παράμετρο του ανθρώπινου κεφαλαίου, σημειώνοντας πρόοδο σε όλους σχεδόν τους σχετικούς δείκτες. Για πρώτη φορά, το ποσοστό των ατόμων στη χώρα μας που έχουν τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες, υπερβαίνει το 50%.
Όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, η Ελλάδα αναφέρεται ότι προχωρεί με πολύ ταχείς ρυθμούς στον τομέα της ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας, έχοντας σημειώσει σημαντική πρόοδο κατά 15 εκατοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, παραμένοντας όμως κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Εντούτοις, αναμένεται βελτίωση, καθώς η Επιτροπή έχει εγκρίνει το φιλόδοξο έργο για υποδομές ευρυζωνικών επικοινωνιών υπερυψηλής ταχύτητας, το οποίο θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της Ελλάδας στον ψηφιακό τομέα.
Συνολικά, η χώρα μας σημείωσε τη μεγαλύτερη πρόοδο σε σχέση με το 2019 στο πεδίο «Ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες», αλλά και εδώ η βαθμολογία της εξακολουθεί να υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου της ΕΕ. Επισημαίνεται πάντως ότι η Ελλάδα ανέλαβε σειρά ψηφιακών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και των φραγμών που προκλήθηκαν από την πανδημία COVID-19, χάρη στις οποίες επιταχύνθηκε ο ρυθμός του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Η έκθεση που συνοδεύει το δείκτη DESΙ, αναφέρει ότι η Ελλάδα δεν έχει διαθέσει ακόμη ραδιοφάσμα για υπηρεσίες δικτύων πέμπτης γενιάς (5G), υστερεί ως προς την ανάπτυξη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN) και παρουσιάζει χαμηλότερο ποσοστό από τον μέσο όρο της ΕΕ, όσον αφορά τους δείκτες ψηφιακών δεξιοτήτων και την ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων. Επίσης οι δείκτες των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών κατέγραψαν αύξηση, αλλά παραμένουν ακόμη κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Αναφέρεται επίσης ότι η συνολική διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών συνδέσεων στην Ελλάδα εξακολουθεί να εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς. Παρά την αύξηση της διείσδυσης των κινητών ευρυζωνικών επικοινωνιών κατά 11 μονάδες, η αναλογία σήμερα είναι 86 συνδρομές ανά 100 άτομα, κατά πολύ χαμηλότερη από τον μέσο όρο των 100 συνδρομών ανά 100 άτομα στην ΕΕ. Οι επιδόσεις της Ελλάδας όσον αφορά την τεχνολογία τέταρτης γενιάς (4G) είναι καλύτερες, καθώς η μέση κάλυψη ανέρχεται σε 97%, υπερβαίνοντας ελαφρώς τον μέσο όρο της ΕΕ (96%).
Λάζαρος Καραούλης στον ΕΤ: «Φέρνουμε την Τεχνητή Νοημοσύνη στον Δήμο Αθηναίων»
Επισημαίνεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται επίσης σε διαδικασία επικαιροποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ευρυζωνικής Πρόσβασης και σε οριστικοποίηση της «Βίβλου Ψηφιακού Μετασχηματισμού», πρωτοβουλίες που θα οδηγήσουν σε μια διαρθρωμένη, πραγματοποιήσιμη και μετρήσιμη ψηφιακή στρατηγική για την Ελλάδα. Οι σχετικές ανακοινώσεις αναμένονται εντός του 2020.
Από την άλλη, οι επιδόσεις της Ελλάδας σε «Ανθρώπινο κεφάλαιο» είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο στην ΕΕ, παρότι η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο. Το 2019 το 51% των ατόμων ηλικίας 16 έως 74 ετών είχε τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες (έναντι μέσου όρου 58% στην ΕΕ), ποσοστό που ισοδυναμεί με αύξηση άνω των 5 ποσοστιαίων μονάδων σε διάστημα ενός έτους, κατά πολύ υψηλότερη από τον μέσο όρο ανόδου κατά μία ποσοστιαία μονάδα στην ΕΕ.
Το ποσοστό των ατόμων με τουλάχιστον βασικές δεξιότητες χρήσης λογισμικού αυξάνεται επίσης ικανοποιητικά, από 52% το 2018 σε 56% το 2019, με ρυθμό ανόδου ταχύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Το ποσοστό των ειδικών σε Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) επί του συνόλου των εργαζομένων στην Ελλάδα εξακολουθεί να βελτιώνεται με τον ίδιο ρυθμό όπως και τα προηγούμενα τρία έτη, αλλά παραμένει χαμηλό (1,8%) σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 3,9 % στην ΕΕ. Το ποσοστό των Ελληνίδων ειδικών ΤΠΕ επί του συνόλου των εργαζόμενων γυναικών ανέρχεται σε μόνο 0,5% και εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλό σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (1,4%).
Η ΕΕ υπογραμμίζει ότι η έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων, τόσο σε βασικό όσο και σε ανώτερο επίπεδο, παραμένει σημαντικό εμπόδιο για την Ελλάδα στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού της κοινωνίας και της οικονομίας της. Όμως η συντονισμένη προσέγγιση που ξεκίνησε το 2019, αναμένεται να ενισχύσει τον εφοδιασμό των πολιτών και των εργαζομένων με ψηφιακές δεξιότητες και τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των φύλων, ώστε να μπορέσουν όλοι να επωφεληθούν από τον εν εξελίξει ψηφιακό μετασχηματισμό.
Αναφορικά με τη χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών στην Ελλάδα, υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου της ΕΕ, ωστόσο, ο αριθμός των χρηστών του διαδικτύου αυξάνεται. Οι δημοφιλέστερες διαδικτυακές δραστηριότητες εξακολουθούν να είναι η ανάγνωση των ειδήσεων, η πραγματοποίηση βιντεοκλήσεων και η χρήση των κοινωνικών δικτύων, σε ποσοστό αρκετά υψηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ. Το 88% των Ελλήνων χρηστών του διαδικτύου ενημερώνονται στο διαδίκτυο, ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο του 72% της ΕΕ. Η πραγματοποίηση βιντεοκλήσεων άγγιξε το 67% το 2019, πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (60% το 2019).
Η χρήση διαδικτυακών τραπεζικών υπηρεσιών (40% το 2019), παρότι εμφανίζεται αυξημένη για τρίτο συνεχόμενο έτος, παραμένει πολύ κάτω από τον μέσο όρο του 66% της ΕΕ. Το ίδιο ισχύει και για τις ηλεκτρονικές αγορές, το ποσοστό των οποίων αυξήθηκε στο 51% των χρηστών του διαδικτύου, αλλά παραμένει κάτω από τον μέσο όρο του 71% της ΕΕ.
Αναφορικά με την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 24η θέση στην ΕΕ. Όσον αφορά τη διάσταση των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 27η θέση στην ΕΕ, αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά κατέγραψε αύξηση 5,1 μονάδων κατά το 2019, ακολουθώντας τη μέση αύξηση 5 μονάδων της ΕΕ.
Το ποσοστό των χρηστών του διαδικτύου που είναι ενεργοί χρήστες υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα, ανέρχεται σε 39% και εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο του 67% στην ΕΕ, παρά την αύξηση 3% το 2019. Η διαθεσιμότητα ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών για τις επιχειρήσεις αυξήθηκε (σε 63% το 2019), αλλά όχι αρκετά ώστε να προσεγγίσει τον μέσο όρο της ΕΕ (88% το 2019).