Με ιδιαίτερα κυνικό τρόπο τόνισε ότι: «Δε νιώθω τύψεις δεν έκανα τίποτα. Δεν τη βίασα, δεν τη σκότωσα, δεν της έκανα τίποτα».
Ο Ροδίτης κατηγορούμενος αναφερόμενος στην βραδιά του εγκλήματος ισχυρίστηκε πως η άτυχη Ελένη αν και «το έπαιζε λίγο δύσκολη» συνευρέθηκε μαζί τους ερωτικά με τη θέληση της και ότι η αντίστροφη μέτρηση για το μοιραίο τέλος ξεκίνησε ότι η κοπέλα με σχόλιο της αμφισβήτησε τον ανδρισμό του συγκατηγορούμενου του.
«Ο Αλ. αναστατώθηκε την έβριζε φώναζε, δε θυμάμαι αν τη χτύπησε πρώτα με το σίδερο ή αν τη μαχαίρωσε πρώτα. Τη χτυπούσε από τη ζήλεια του. Της χτυπούσε το κεφάλι κάτω στο πάτωμα και μετά τη χτυπούσε με το σίδερο στο κεφάλι…Του έλεγα σταμάτα, μην το κάνεις αυτό…» περιέγραψε και συνέχισε «Έπιασε το μαχαίρι και την κάρφωνε στο λαρύγγι και της έλεγε είσαι σκληρόπετση. Μετά την πέταξε μέσα στην μπανιέρα. Την έκανε κρύο μπάνιο, αφού της έβγαλε ότι ρούχα φόραγε… Στο μπάνιο την κοπανούσε στο νιπτήρα της έλεγε θα σου σπάσω το σβέρκο.».
Ο νεαρός ισχυρίστηκε πως ο ίδιος , όπως και η Ελένη, νωρίτερα είχαν πιει σε αντίθεση με τον συγκατηγορούμενο του ο οποίος θεωρεί ότι «έριξε κάτι στο ποτό» του.
Ο 23χρονος απευθυνόμενος στους δικαστές υποστήριξε πως ο άλλοτε στενός φίλος του ήταν εκείνος που μετέφερε μόνος την άτυχη φοιτήτρια στο αυτοκίνητο και στη συνέχεια την πέταξε στη θάλασσα. «Την σήκωσε, την κατέβασε από τις σκάλες μόνος, δεν τον βοήθησα καθόλου. Του είπα να την πάμε στο νοσοκομείο, κάποιο σφάλμα έγινε και την πήγε στα βράχια. Τη χτύπησε στα βράχια, την κατέβασε 100 μέτρα κάτω και της τράβηξε μια σπρωξιά και την πέταξε κάτω. Εγώ δεν βοήθησα» ανέφερε ενώ το μόνο που παραδέχτηκε ήταν πως βοήθησε στο καθάρισμα από τα αίματα του σπιτιού του, που αποτέλεσε τον τόπο του εγκλήματος. «Βοήθησα και εγώ στο καθάρισμα. Το σπίτι ήταν χάλια. Και μετά πήγαμε σπίτια μας. Εγώ κοιμήθηκα. Μετά κάθε ημέρα μου έλεγε να πούμε ψέματα, ότι την αφήσαμε στη περιοχή και κάποιοι άλλοι τη σκοτώσανε…» είπε.
Όταν ο κατηγορούμενος κλήθηκε από την πρόεδρο να απαντήσει στην κρίσιμη ερώτηση πώς αντέδρασε την ώρα που στο σπίτι του βρισκόταν σε εξέλιξη ένα άγριο έγκλημα εκείνος ισχυρίστηκε πως πανικοβλήθηκε και έφυγε. «Πήγα σε ένα άλλο δωμάτιο και έκλαιγα, του είπα σταμάτα, είχα πανικοβληθεί. Δεν προσπάθησα να τον σταματήσω. Έφυγα από το δωμάτιο όταν άρχισε να τη χτυπάει με το σίδερο. Η Ελένη φώναζε και του έλεγα σταμάτα» ανέφερε.
Πρόεδρος: Και εσείς δεν πήγατε να δείτε;
Κατηγορούμενος: Δεν το έκανα δε ξέρω γιατί, έπρεπε να το κάνω.
Πρόεδρος: Ο Αλ. λέει ότι εσείς τη χτυπήσατε;
Κατηγορούμενος: Υπάρχουν dna αποδείξεις
Ενταση μειώθηκε όταν ο ο Ροδίτης είπε κάποια στιγμή: «Η Ελένη είπε την τελευταία της κουβέντα πριν μπούμε στην κλούβα. Είπε: «θα δείτε αν τα μάθει ο πατέρας μου»» είπε ο κατηγορούμενος και ο πατέρα της άτυχης φοιτήτριας αντέδρασε φωνάζοντας μέσα στην δικαστική αίθουσα: «Αλήτες».
Ο κατηγορούμενος ζήτησε τη διακοπή της απολογίας του όταν δέχτηκε «βροχή» ερωτήσεων από την εισαγγελέα για το πώς νιώθει που δεν κατάφερε να σταματήσει το κακό. Ο διάλογος είναι χαρακτηριστικός.
Εισαγγελέας: Πως αισθάνεστε;
Κατηγορούμενος: Καλά
Εισαγγελέας: Σε σχέση με το γεγονός που έχει συμβεί, το οποίο δεν θα χαρακτηρίσω ατυχές συμβάν αλλά βαρύτατο έγκλημα.
Κατηγορούμενος: Καθόλου καλά, μακάρι να μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση της.
Εισαγγελέας: Νιώθετε τύψεις
Κατηγορούμενος: Δε νιώθω τύψεις, δεν έκανα τίποτα.
Εισαγγελέας: Για το ότι δεν λειτουργήσατε αποτρεπτικά; Δεν αισθάνεστε τύψεις για αυτό;
Κατηγορούμενος: Μπορώ να διακόψω….επειδή λέτε ότι έκανα κάτι που δεν έκανα, νιώθω βαθύτατα άσχημα που δε πήρα τη θέση της, να μην είμαι εγώ στη θέση της, να το πάθαινα εγώ, όχι η Ελένη
Εισαγγελέας: Για το ότι δεν μπορέσατε να το σταματήσετε πως νιώθετε;
Κατηγορούμενος: Δεν αισθάνομαι καλά…
Η απολογία του 23χρονου θα συνεχιστεί αύριο.