Το καλοκαίρι του 2014 ο πρώην σύζυγος σύναψε δεσμό με άλλη γυναίκα με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος αντιπαραθέσεων του πρώην ζεύγους, ακόμη και με ανταλλαγή υβριστικών e-mail. Μάλιστα, το πρώην ζευγάρι, όταν τυχαία συναντιόταν στους δρόμους της πόλης που έμεναν, αντάλλασσαν μεταξύ τους ύβρεις.
Τον Ιανουάριο του 2015 ο πρώην σύζυγος με την νέα σύντροφό του η οποία ήταν έγκυος στον 5ο μήνα, βάδιζαν ενώ στο δρόμο, και σε μια διασταύρωση συνάντησαν την πρώην σύζυγό του.
Το ζευγάρι επιτέθηκε στην πρώην σύζυγο χτυπώντας την με γροθιές στο στόμα και στο στήθος, με κλοτσιές στα πόδια και στο σώμα.
Στην συνέχεια ο πρώην σύζυγος την άρπαξε από το σβέρκο και την καρωτίδα γέρνοντας το σώμα της προς τα εμπρός, και τότε η νέα σύντροφος την άρπαξε από τα μαλλιά.
Και οι δυο μαζί την χτύπησαν το κεφάλι της σε μια τζαμαρία βιτρίνας καταστήματος, με αποτέλεσμα να υποστεί εκδορές στον τράχηλο, στην κοιλιακή χώρα, στο δεξί χέρι, στο δεξί γόνατο και στις δυο κνήμες.
Από Τριμελές Πλημμελειοδικείο, τόσο ο πρώην σύζυγός όσο και η νέα σύντροφός του καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 7 μηνών με τριετή αναστολή για επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού, ενώ από το δικαστήριο δεν τους αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό.
Οι δυο καταδικασθέντες προσέφυγαν στον Άρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η καταδικαστική για εκείνους απόφαση.
Τελικά, το ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα του Ανωτάτου Ποινικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, επισημαίνοντας ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.