Για πρώτη φορά το θέμα της φοροαπαλλαγής απασχόλησε το Μισθοδικείο το 2013, μετά από αγωγές δικαστικών Ενώσεων, δικαστών, εισαγγελέων και μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Αναλυτικότερα, το Μισθοδικείο, με την υπ΄ αριθμ. 89/2013 απόφασή του, είχε κρίνει ότι την φοροαπαλλαγή των βουλευτών την δικαιούνται και οι δικαστικοί.
Το Μισθοδικείο είχε αποφανθεί τότε, ότι το Σύνταγμα καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες και επαναλαμβάνει παλαιότερες αποφάσεις του, σύμφωνα με τις οποίες οι αποδοχές των τριών αυτών εξουσιών πρέπει να είναι στο ίδιο ύψος και να έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση, ανεξάρτητα εάν αυτή είναι ιδιαίτερη.
Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στον ΕΤ: Καλούμαστε να επανεύρουμε τις αξίες μας
Ακόμη, το Μισθοδικείο είχε κρίνει ότι η πρόβλεψη του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ αναθεωρητικής Βουλής, με την οποία απαλλάσσεται από φόρο το 25% των ακαθαρίστων βουλευτικών αποδοχών (βουλευτική αποζημίωση), ισχύει και για τους δικαστικούς λειτουργούς. Η φοροαπαλλαγή αυτή αιτιολογήθηκε ότι αποσκοπεί στην κάλυψη των δαπανών παραστάσεως, κίνησης και επικοινωνιών των βουλευτών.
Το 2017, με το άρθρο 71 του νόμου 4472 καταργήθηκε η επίμαχη φοροαπαλλαγή του 25% επί των συνολικών ακαθάριστων αποδοχών των βουλευτών.
Το άρθρο 71 του νόμου 4472/2017 καταργεί την έκπτωση στη φορολογία που είχαν οι βουλευτές, σύμφωνα με την οποία το 25% των δηλωθέντων εισοδημάτων τους ήταν αφορολόγητο και η κατάργηση αυτή, σημαίνει ότι για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν από την 11η Ιανουαρίου 2017 και μετά, οι βουλευτές και οι δικαστές φορολογούνται όπως οι υπόλοιποι πολίτες.
Το επιχείρημα των δικαστών που προσέφυγαν τώρα στο Μισθοδικείο, είναι ότι η διατύπωση της νομοθετικής διάταξης για την κατάργηση της φοροαπαλλαγής αναφέρεται μόνο σε βουλευτές και όχι σε δικαστές. Κατά συνέπεια, η φοροαπαλλαγή του 25% εξακολουθεί να ισχύει για τους δικαστές.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ