Αυτό είναι ένα από τα πολλά συμπεράσματα για την τραγική οικονομική κατάσταση κάτω από την οποία βρίσκονται αρκετά νοικοκυριά που προκύπτει από έρευνα της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ).
Μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα πολυμελή νοικοκυριά αφού σε ποσοστό 62,6% δεν επαρκεί το εισόδημά τους για να βγάλουν το μήνα.
Σε μία ένδειξη της οικονομικής στενότητας, περισσότερα από έξι στα δέκα νοικοκυριά δήλωσαν πως χρειάζεται να προβούν σε περικοπές ώστε να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους.
Το 12,7% απάντησε πως δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε καν τις βασικές ανάγκες, μερίδιο που συνδέεται με φαινόμενα ακραίας φτώχειας. Η ΓΣΒΕΕ εκτιμά μάλιστα πως τρία στα δέκα νοικοκυριά διαβιούν με λιγότερα από 10.000 ευρώ ανά έτος, δηλαδή ανήκουν στην χαμηλότερη εισοδηματική κατηγορία.
Οι δυνατότητες των νοικοκυριών συμπιέζονται και από τις φορολογικές υποχρεώσεις τους. Σχεδόν το 19% απάντησε ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την Εφορία. Περίπου οι μισοί οφειλέτες ανέφεραν δε ότι ουδέποτε έχουν ρυθμίσει τα χρέη τους, με την Συνομοσπονδία να εκτιμά πως αυτό αντανακλά «πάγια αδυναμία εξυπηρέτησης οφειλών».
Εισόδημα η σύνταξη
Η σύνταξη παραμένει η κυριότερη πηγή εισοδήματος για τα μισά περίπου νοικοκυριά. Αποτελεί μάλιστα και τη δεύτερη κυριότερη πηγή εισοδήματος για το 15,5% των νοικοκυριών. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας για 1 στα 10 (10,3%) νοικοκυριά η σύνταξη αποτελεί την κυριότερη και την δεύτερη κυριότερη πηγή εισοδήματος, ενώ για περίπου 2 στα 10 νοικοκυριά (21,5%) η σύνταξη αποτελεί την μόνη πηγή εισοδήματος.
Όπως τονίζει η ΓΣΕΒΕΕ, από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι μια ενδεχόμενη μείωση των συντάξεων πιθανότατα θα έχει δυο αρνητικές συνέπειες: α) θα αυξήσει το ποσοστό κινδύνου φτώχειας των νοικοκυριών και β) θα περιορίσει την κατανάλωση δημιουργώντας προϋποθέσεις ύφεσης της οικονομίας.
Τα νοικοκυριά που δηλώνουν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ως κύρια πηγή εισοδήματος παραμένουν σε πολύ χαμηλό ποσοστό (6,7%), κάτι που – όπως τονίζεται – υποδηλώνει αδυναμία των επιχειρηματικών μονάδων να εξασφαλίσουν ένα επαρκές και αξιοπρεπές εισόδημα στα νοικοκυριά. Από την άλλη η μερική αύξηση του μεριδίου μισθών (40,1%) που καταγράφεται συνδέεται με την αύξηση της μισθωτής απασχόλησης.
Δύο στα 10 νοικοκυριά έχουν τουλάχιστον έναν άνεργο
Στο σκέλος της απασχόλησης, η έρευνα διαπιστώνει ότι περίπου 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστον άτομο σε ανεργία. Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας ανέρχεται στο 70,2% του συνολικού αριθμού των ανέργων.
Ίλιον: Νεκρός οδηγός ταξί - Έχασε τον έλεγχο και χτύπησε σε σταθμευμένο όχημα
Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς εφορία και τράπεζες για δύο στα 10 νοικοκυριά
Όπως προκύπτει από την έρευνα, το 18,9% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία. Το 44% αυτών των οφειλετών έχει υπαχθεί σε κάποια ρύθμιση, ενώ το 6,1% είχε αλλά την έχασε. «Το γεγονός ότι περισσότεροι από 1 στους 2 οφειλέτες δεν έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους αποτελεί ένδειξη ότι βρίσκονται σε πάγια αδυναμία εξυπηρέτησης οφειλών και αναζητά λύσεις παρατείνοντας τους χρόνους αποπληρωμής» σημειώνει η ΓΣΕΒΕΕ, προσθέτοντας ότι η θεσμοθέτηση αποτελεσματικών ρυθμίσεων των ληξιπροθέσμων οφειλών αποτελεί διαχρονικό ζητούμενο.
Βάσει των ευρημάτων της έρευνας ένα στα πέντε νοικοκυριά εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις το 2019.
Το 36,7% των νοικοκυριών δήλωσε ότι έχει δανειακές υποχρεώσεις προς τράπεζες (κάρτες δανείων, καταναλωτικά, στεγαστικά δάνεια), ενώ από αυτά τα νοικοκυριά σχεδόν 1 στα 3 (27,7%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Αντίστοιχα 1 στα 3 (28,4%) νοικοκυριά δηλώνει ότι κατά το τρέχον έτος δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις οφειλές του προς τις τράπεζες.
Ο δείκτης ανησυχίας απώλειας ακινήτου παραμένει σταθερά υψηλός καθώς 1 στα 5 νοικοκυριά (19,9%) δηλώνει φόβο ότι θα χάσει το ιδιόκτητο σπίτι του λόγω αδυναμίας καταβολής δόσεων και φόρων.
Επίσης το 7,2% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με δέσμευση /κατάσχεση λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων λόγω οφειλών. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο σε σχέση με τα προηγούμενα έτη (4,4% το 2017 και 4% το 2016).
Σε ό,τι αφορά στους δείκτες κατανάλωσης, στη φετινή έρευνα καταγράφεται εμφανής βελτίωση σε σχέση με τις προηγούμενες, αν και σε ευρείες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών συνεχίζεται η πτωτική πορεία της εγχώριας ζήτησης.
Ειδικότερα σχετικά με τις τάσεις κατανάλωσης, το 45,8% του πληθυσμού σημείωσε περικοπές στις δαπάνες ένδυσης- υπόδησης, το 42,7% στις εξόδους και το 38,9% στα ειδή δώρων.
Στα είδη διατροφής μείωση στις δαπάνες δήλωσε το 25,2% (έναντι 40,2% το 2017) ενώ αύξηση το 26% (έναντι 22,1% το 2017).
Για την υγεία και τα φάρμακα μείωση στις δαπάνες δήλωσε το 6,9% (12,4% το 2017) και αύξηση το 30,7% (31,1% το 2017). Ωστόσο ο αριθμός των νοικοκυριών που καλύπτει με ιδιωτικές δαπάνες την υγειονομική και φαρμακευτική περίθαλψη και τη θέρμανση παραμένει σημαντικά υψηλός.