Στην περιοχή κυριαρχεί μια ιδιότυπη ομερτά. Τα θύματα δεν καταγγέλλουν τα περιστατικά στην Αστυνομία γιατί -όπως λένε- τα κυκλώματα θα τους σκοτώσουν.
Τελευταίο θύμα τους ο Ντουλάλ. Ενας 48χρονος Μπανγκλαντεσιανός τον οποίο έπνιξαν, μαχαίρωσαν, έδεσαν χειροπόδαρα με καλώδιο και έκρυψαν σε πατάρι μέσα στο ψιλικατζίδικό του στην οδό Λιοσίων 150. Ο Ντουλάλ ήταν οικογενειάρχης, πατέρας δύο παιδιών. Μία ημέρα πριν από τη δολοφονία του στις 11 Αυγούστου 2016 τον είχαν «επισκεφθεί» στο μαγαζί του δύο άτομα με τα οποία τσακώθηκε γιατί δεν ενέδιδε στις πιέσεις τους, χωρίς κανείς στο περιβάλλον του να γνωρίζει ακριβώς τι είδους απειλές ήταν αυτές. Και αυτό γιατί ο 48χρονος φοβόταν ακόμα και να μιλήσει γι’ αυτό.
Λίγες ώρες αργότερα, το πρωί της επόμενης ημέρας, οι γείτονες τον είδαν για τελευταία φορά να τους λέει καλημέρα στις 8.00 το πρωί. Στις 9.00 τρεις Μπανγκλαντεσιανοί μπήκαν στο ψιλικατζίδικο, κλείδωσαν από μέσα την πόρτα και τον δολοφόνησαν άγρια. Ο άνθρωπος που βρήκε νεκρό τον Ντουλάλ είναι ο Μιχάλης Λάιος, ο οποίος περιγράφει στον «Ε.Τ.»: «Ανησύχησα και πήγα στο μαγαζί να δω τι έχει συμβεί. Βρήκα την πόρτα ανοιχτή. Ανέβηκα στο πατάρι και είδα τον Ντουλάλ μαχαιρωμένο σε πολλά σημεία, δεμένο επαγγελματικά και γεμάτο αίματα. Οι άνθρωποι που το έκαναν αυτό είναι αδίστακτοι. Τον Ντουλάλ τον ξέραμε 20 χρόνια. Ηταν οικογένειά μας. Δούλευε σε συνεργείο αυτοκινήτων από το 1996 μέχρι το 2009, ήταν πάντα νόμιμος, τα παιδιά του πήγαιναν σε σχολείο δίπλα από το μαγαζί του και δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν. Το τελευταίο διάστημα ήταν πολύ στενοχωρημένος. Κάποιοι τον πίεζαν. Μετά από αυτό που έγινε δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Μου έρχονται οι εικόνες στο μυαλό».
Λίγο καιρό πριν από τη δολοφονία του 48χρονου, Μπανγκλαντεσιανοί είχαν εισβάλει σε άλλο ψιλικατζίδικο της περιοχής που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού μίλησε στον «Ε.Τ.» αλλά δεν επιθυμεί να δημοσιευτεί το όνομά του διότι -όπως λέει- «αν τα πω και με βρουν θα με σκοτώσουν»: «Είχαν μπει τρία άτομα. Αρχισαν να αρπάζουν πράγματα από το μαγαζί. Οταν πήγα να τους σταματήσω με μαχαίρωσαν. Τότε τους είπα ότι μπορούν να πάρουν ό,τι θέλουν. Μου πήραν όλα τα τσιγάρα, μερικές κάρτες για κινητά τηλέφωνα και έφυγαν. Δεν το κατήγγειλα ποτέ στην Αστυνομία».
Στην υπόθεση του Ντουλάλ οι αξιωματικοί του Τμήματος Δίωξης Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής, οι οποίοι κατάφεραν με συστηματική δουλειά να συλλάβουν τους τρεις δολοφόνους, διαπίστωσαν ότι οι δράστες βγαίνοντας από το ψιλικατζίδικο κουβαλούσαν δύο σακούλες γεμάτες τσιγάρα. Εντύπωση προκάλεσε το ότι δεν πήραν χρήματα. Οι τρεις δράστες βρέθηκαν ύστερα από αξιοποίηση οπτικού υλικού που συνελέγη από κάμερα ασφαλείας που βρίσκεται σε μάντρα επί της οδού Λιοσίων.
Αρμόδιοι αξιωματικοί της Ασφάλειας αναφέρουν ότι «οι τρεις Μπανγκλαντεσιανοί κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών. Κανείς τους δεν μας δήλωσε μόνιμη κατοικία. Ζούσαν από εδώ και από εκεί στην πόλη. Αρχικά μιλήσαμε για ληστεία γιατί τους είδαμε να βγαίνουν από το μαγαζί κρατώντας σακούλες και γιατί το προφίλ τους δεν συνάδει με λαθρεμπόρους τσιγάρων. Δεν μπορούμε, όμως, να είμαστε σίγουροι για τίποτα και η έρευνα συνεχίζεται».
Ανθρωπος από το στενό περιβάλλον του 48χρονου αναφέρει ότι ο Ντουλάλ υπενοικίαζε σε συγγενή του ψιλικατζίδικο στον Πειραιά, όπου είχαν βρεθεί λαθραία τσιγάρα χωρίς να το γνωρίζει ο Ντουλάλ: «Μόλις το έμαθε είπε στον συγγενή του ότι αν ξαναβάλει λαθραία τσιγάρα στο μαγαζί θα τον πετάξει έξω. Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με αυτά». Παραμένει μυστήριο αν το κύκλωμα που είχε φροντίσει για να μπουν λαθραία τσιγάρα στο ψιλικατζίδικο του Πειραιά ενοχλούσε τον Ντουλάλ γνωρίζοντας ότι εκείνος δεν ήθελε τα μαγαζιά του να έχουν καμία σχέση με πωλήσεις παράνομων προϊόντων.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου