Το σπίτι της Ρόζμαρι απείχε 20 μέτρα από τη λεωφόρο Μαραθώνος. Πλέον έχει γίνει στάχτη και έχασε τα πάντα.
«Όταν είδαμε τη φωτιά ανεβήκαμε πάνω στη Μαραθώνος αλλά η αστυνομία είχε κάνει μπλόκο και έστελνε όλο τον κόσμο στο Μάτι. Αν επέτρεπαν στον κόσμο να φύγει από την Μαραθώνος με κατεύθυνση προς Νέα Μάκρη δεν θα καιγόμασταν γιατί η φωτιά είχε ήδη περάσει και κατέβαινε προς τα κάτω. Αυτό που έκαναν δεν είχε καμία λογική. Ήταν σαν να έστελναν ανθρώπους στο θάνατο. Μας άφησαν να καούμε σαν τα ποντίκια. Δεν υπήρχε λόγος να καούμε”, λέει η κυρία Ροζμαρί και συνεχίζει: “Λόγω του “σχεδίου” τους επικράτησε πανδαιμόνιο, 700 τουλάχιστον αυτοκίνητα αιχμαλωτίστηκαν σε ένα πρωτοφανές μποτιλιάρισμα. Το Μάτι κάηκε μέσα σε ενάμισι λεπτό. Η φωτιά ήταν από παντού, μας είχε τυλίξει σαν σεντόνι.
Η κουνιάδα μου πήρε τα δύο παιδιά μου, 8,5 και 12 ετών, και μία σπασμένη σανίδα και έφυγαν πρώτοι από το σπίτι. Πήγαν στη θάλασσα, στο Κόκκινο Λιμανάκι και άρχισαν να κολυμπάνε. Ακολούθησα με τον άνδρα μου και τον γαμπρό μου. Όταν είδαμε τις φωτιές δίπλα μας και ανθρώπους να καίγονται ζωντανοί, πηδήξαμε από το αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα στη θάλασσα. Εγκλωβιστήκαμε στον Κάβο, στην Αργυρά Ακτή. Όση ώρα ήμασταν εκεί προσπαθούσαμε να κρατάμε ψηλά τα κινητά για να μην βραχούν, η κάπνα είχε γεμίσει τα πνευμόνια μας, πλάι μας εκσφενδονίζονταν αντικείμενα από αυτοκίνητα που έσκαγαν, ακούγαμε ουρλιαχτά, βλέπαμε τον θάνατο. Καιγόμασταν μέσα στη θάλασσα και ταυτόχρονα πνιγόμασταν».
Λίγη ώρα αφότου πέσαμε στο νερό, δικός μας άνθρωπος επικοινώνησε με το λιμενικό λέγοντας: “Στείλτε βοήθεια! Πνίγονται και καίγονται άνθρωποι”. Αυτό που έκανε το λιμενικό ήταν να… ειδοποιήσει ιδιώτες! Ιδιώτες μάς έσωσαν με τα φουσκωτά και τις βάρκες τους. Το λιμενικό ήρθε ώρες μετά, μετά τις έντεκα το βράδυ, και δεν πλησίασε καν στην ακτή. Ήταν αρόδο και μάζευε ανθρώπους από τα ανοιχτά. Ύστερα, ο γαμπρός μου ανέβηκε στην ακτή και κάποιοι από την ομάδα ΔΙΑΣ τον πλησίασαν και τον ρώτησαν αν είναι καλά. “Ρε φίλε, είμαστε οκτακόσια άτομα εγκλωβισμένα εδώ πέρα. Βοηθήστε μας!”, τους απάντησε.
Κάπως έτσι άρχισαν να κινητοποιούνται. Μας έβγαλαν από τα βράχια λέγοντάς μας “Μην ανησυχείτε, θα σας σώσουμε όλους”. Όλες αυτές τις ώρες ούρλιαζα και έψαχνα τα παιδιά μου τα οποία τα είδα μετά από επτά ώρες. Σώθηκαν μαζί με τη θεία τους από ένα πλοίο της γραμμής, είχαν όλους τους αγγέλους δίπλα τους. Βγήκε ένας άγιος άνθρωπος στο κατάστρωμα να κάνει τσιγάρο, άκουσε τα “βοήθεια”, ενημέρωσε τους υπεύθυνους, το πλοίο έκοψε ταχύτητα, οι άνθρωποι κατέβασαν βάρκες, ο θεός να τους έχει πάντα καλά. Σε όλη αυτή την περιπέτεια δεν υπήρξε κανείς να μας καθοδηγήσει. Όλοι μας λειτουργούσαμε από ένστικτο. Αυτά που λένε, ότι ο κόσμος κάηκε επειδή έκατσε να σώσει τα σπίτια του, είναι ψέμματα. Ο κόσμος προσπαθούσε μόνος και αβοήθητος να βρει διεξόδους σωτηρίας. Ο μόνος… συντονισμός ήταν ότι η Αστυνομία έκλεισε το δρόμο στο 15ο χιλιόμετρο της Μαραθώνος, στην οδό Ακροπόλεως, στέλνοντας τον κόσμο στον όλεθρο. Ποτέ δεν ακούσαμε πυροσβεστική, ήμασταν μόνοι στο έλεος του Θεού. Δεν έχω να πω τίποτα στην κυβέρνηση παρά μόνο ότι το Μάτι τελείωσε. Μας ξεκλήρισαν και μας κατέστρεψαν».
Η Χρύσα μιλάει στην κάμερα και τρέμουν τα χέρια της. Το σπίτι της γλύτωσε από την πυρκαγιά αλλά καταστράφηκε ο χώρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
«Καταρχάς δεν υπάρχουν λόγια. Το Μάτι είναι το σπίτι μου. Έχω μεγαλώσει εδώ από μωρό. Όλοι στο Μάτι είναι αδέλφια μου και σήμερα αισθάνομαι σαν να’ χω χάσει την οικογένειά μου. Όχι την δική μου, αλλά εκείνη της πόλης μου.
Εκείνη την ημέρα τα κανάλια μας ενημέρωναν ότι καίγεται η Κινέτα. Ότι εμείς εδώ είμαστε ήσυχα, πως δεν κινδυνεύουμε. Μετά από κάποιες ώρες το κακό μαντάτο έφτασε στη γειτονία μας. Από το “δεν τρέχει τίποτα” περάσαμε στο “καιγόμαστε” μέσα σε δύο μόλις λεπτά. Εγώ εκείνη την ώρα βρισκόμουν στην Ποσειδώνος κι ανέβηκα σαν τρελή στο σπίτι για να πάρω τους δικούς μου και να τους κατεβάσω κάτω. Δεν ξέρω πώς έφτασα επάνω, πώς τους πήρα και πώς κατεβήκαμε στη θάλασσα. Πέσαμε σε τρομερό μποτιλιάρισμα γιατί είχαν κλείσει τη Μαραθώνος κι αντί να στέλνουν να αυτοκίνητα προς Μαραθώνα ή προς Αθήνα, τα έστελναν εδώ στο Μάτι για να πνιγούμε όλοι μαζί. Οι εντολές που δόθηκαν ήταν σαν να έλεγαν στον κόσμο: “Κατεβείτε κάτω για να καείτε όλοι μαζί!”. Τι να σας πω για εκείνη την ημέρα; Ό,τι και να πω είναι λίγο. Ήμουν μέσα στη θάλασσα με τον πεθερό μου, τη γιαγιά μου, τη μάνα μου, τον ανιψιό μου από τις 18.30 έως τις 22.30. Στα βράχια, στους αχινούς, με τις φωτιές να πέφτουν επάνω μας, να ουρλιάζει κόσμος, να κλαίνε μικροί και μεγάλοι, να μην ξέρουμε τι θα γίνουμε. Ζω χάρη στο Θεό.
Το χειρότερο απ’ όλα δεν είναι όσα έζησα εκείνο το απόγευμα. Το χειρότερο απ’ όλα είναι πως μας αφήσανε να καούμε ζωντανοί σαν τα ποντίκια. Το ότι κανείς δεν ήταν δίπλα μας. Ούτε πυροσβεστική, ούτε αστυνομία, ούτε διασώστες. Ήμασταν μόνοι μας στο έλεος της φωτιάς χωρίς να γνωρίζουμε αν θα ξημερωθούμε. Έβλεπα κόσμο να πεθαίνει δίπλα μου, προσπαθούσα να δίνω κουράγιο στους διπλανούς μου, δεν ξέρω πως μπόρεσα να επιβιώσω μέσα σ’ αυτόν τον πόλεμο, τον πανικό, τον απόλυτο εφιάλτη. Δεν είναι ότι μας άφησαν στο έλεος του Θεού. Είναι ότι μας σκότωσαν. Αυτό ήταν φονικό. Μετέτρεψαν το Μάτι σε ένα πελώριο νεκροταφείο. Μέσα σε όλα αυτά ο κύριος Ψινάκης ήταν άφαντος. Εμφανίστηκε όταν όλα είχαν τελειώσει με το άσπρο του πουκαμισάκι και το μαλλί κομμωτηρίου και είπε ότι κάηκε το σπίτι του ενώ το σπίτι του είναι μια χαρά. Δυο τρεις φοίνικες κάηκαν στο σπίτι του κυρίου Ψινάκη. Αυτό και τίποτε άλλο. Όσο για τον Καμμένο και την επίσκεψή του στο Μάτι αυτό που έχω να πω είναι πως είναι καμένος από μόνος του. Κι αυτός και η κυβέρνηση να παραιτηθούν και να εξαφανιστούν από προσώπου γης! Ούτε ένας από αυτούς δεν ζήτησε συγνώμη, ούτε ένας δεν είχε την τσίπα να παραιτηθεί.
«Λέγαμε χρόνια πολλά πάνω στο βράχο»
Η συγγραφέας Ελισάβετ Παπαδοπούλου ήταν και αυτή στο Μάτι τη μοιραία Δευτέρα, όταν ξέσπασε η φονική πυρκαγιά που στοίχισε δεκάδες ζωές. Εκείνη την ημέρα, ήταν τα γενέθλια της μικρής της κόρης. Η περιγραφή της για όσα ακολούθησαν όταν η φωτιά τους πλησίασε, συγκλονίζει.
«Όταν ο καπνός και η φωτιά κύκλωσαν το ξενοδοχείο πέσαμε στη θάλασσα, φωνάζοντας τα ονόματα των παιδιών ανάμεσα σε ουρλιαχτά φωνές και κλάματα. Κολυμπούσαμε και μετρούσαμε κεφάλια. Τα παιδιά έκλαιγαν και ρωτούσαν αν θα πεθάνουμε. Φωνάζαμε κολυμπήστε. Ο καπνός ήταν μαύρος, ο ήλιος είχε χαθεί ήταν σκοτάδι και κανείς δεν ήξερε αν θα έχουμε οξυγόνο για να ανασάνουμε. Υπήρξαν στιγμές που νόμιζα πως έβλεπα όνειρο. Ήξερα ότι κινδυνεύαμε», γράφει.
Με κάθε τρόπο, ζητούσαν από τα παιδιά να κολυμπήσουν. Κι εκείνα κολυμπούσαν. «Μη φοβάστε, κανείς δεν θα πεθάνει» τους έλεγαν. «Από ένα σημείο και ύστερα γύρω είχε μόνο ησυχία. Κανείς δεν μιλούσε», γράφει. Περίπου 200 άτομα ήταν διασκορπισμένα στο νερό και στα βράχια. Προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον πυκνό καπνό. Αλλά και να μην απομακρυνθούν από τη στεριά.
«Από τη στεριά ακουγόταν ασταμάτητα εκρήξεις -ήταν τα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων που καιγόταν- και ερχόταν μαύρος καπνός, σαν κι αυτόν που τα παιδιά χρωματίζουν με μαύρο μαρκαδόρο. Φοβόμασταν αυτό το βαρύ καπνό. Ξέραμε ότι μέσα σε αυτόν δε ζεις. Όμως είχε πολύ αέρα και ο καπνός πριν φτάσει σε εμάς αραίωνε. Αυτός ο αέρας που κατέκαψε το Μάτι, μόνο αυτός ο αέρας εκείνη τη στιγμή μπορούσε να μας σώσει. Όσο φυσούσε τρελά, είχαμε ελπίδες. Σε κάποια σημεία μάλιστα καθάριζε αρκετά ο ουρανός. Κολυμπούσαμε προς τα εκεί. Χειροκροτούσαμε όταν ο αέρας καθάριζε λίγο την ατμόσφαιρα».
«Πάνω σε ένα βράχο τραγουδήσαμε το γενέθλιο τραγούδι της κόρης μου. «Να ζήσεις Ευάκι και χρόνια πολλά…». Ύστερα ο καπνός ξανάρθε. Ξανά το κολύμπι, ξανά η αγωνία. Αρχίσαμε να σκίζουμε ότι ρούχα υπήρχαν γύρω τα βρέχαμε και τα βάζαμε στη μύτη. Η αγωνία δεν τελείωνε με τίποτα. Στο Μάτι καιγόταν μέχρι και τα πεύκα στην παραλία. Τα ρούχα από μια βαλίτσα πεταμένη στο βράχο πήραν φωτιά.
Τα παιδιά ξανάρχισαν να ρωτάνε αν θα πεθάνουμε. Έτσι πέρασαν τέσσερις ολόκληρες ώρες. Κοιταζόμασταν με τη Μαριέττα και δεν ξέρουμε πόση ώρα ακόμη θα αντέξουμε να ανασαίνουμε όλο αυτό το πράγμα. Ας σταματήσει επιτέλους φώναζαν τα παιδιά κλαίγοντας. Όμως δεν σταματούσε».
«Κατά τις 10.00 το βράδυ μας πήρε ένα φουσκωτό με βατραχάνθρωπους. Ευχαριστούμε ολόψυχα αυτά τα υπέροχα παιδιά. Ήταν ιδιώτες από μια σχολή κατάδυσης. Θέλω να ζητήσω συγνώμη που δεν θυμάμαι από πια σχολή για να τους ευχαριστήσω επώνυμα».
https://www.facebook.com/elisavet.papadopoulou.589/posts/10210176662288059
«Έφυγα και την έβλεπα να καίγεται»
Μια από τις τραγικές φιγούρες ήταν ο Θανάσης Μωραΐτης, ο οποίος ζει μόνιμα στο Μάτι επί 48 χρόνια.
Ο κ. Μωραΐτης πήγε για να δώσει DNA για την ταυτοποίηση της νεκρής μητέρας του.
Με λυγμούς περιέγραψε ότι την κρίσιμη ώρα, που η φωτιά ήταν προ των πυλών, βρέθηκε στο τεράστιο δίλημμα να επιλέξει στο αν θα σώσει τη μητέρα του ή τη σύζυγό του και το παιδί του.
«Όλα έγιναν σε ένα λεπτό, δεν είχα κανένα περιθώριο επιλογής. Η μητέρα μου ήταν ανήμπορη να μετακινηθεί, ήταν 90 χρονών», είπε ο κ. Μωραΐτης, ψελλίζοντας με λυγμούς στην κάμερα «άφησα τη μητέρα μου να καεί»…
Όπως περιέγραψε, πήγε με την οικογένειά του στα Κόκκινο Λιμανάκι και έμειναν επί δυόμιση ώρες στη θάλασσα πριν τους περισυλλέξει ιδιώτης.
Την συγκλονιστική του ιστορία μετέφερε και η δημοσιογράφος του Alpha.
«Πριν από λίγο ήρθε ένας άνθρωπος, ο οποίος είδε τη μητέρα του να καίγεται μπροστά στα μάτια του -90 χρονών η μητέρα του. Ο άνθρωπος αυτός είχε πάει διακοπές μαζί με τη σύζυγό του, τον 19χρονο γιο του και την 90χρονη μητέρα του. Κατάλαβαν πολύ αργά τη φωτιά. Όταν την αντιλήφθηκαν η φωτιά ήταν στην ουσία δίπλα τους. Προσπάθησε ο άνθρωπος να τους βάλει όλους μαζί στο αυτοκίνητο να φύγουν, η φωτιά τους είχε κυκλώσει… Προσπάθησε να βγάλει τη μητέρα του έξω από το αυτοκίνητο, ο ίδιος κάηκε, έχει εγκαύματα, προσπαθώντας να την βγάλει. Είδε ότι δεν μπορούσε να τα καταφέρει, η μητέρα του δεν μπορούσε να περπατήσει, δεν μπορούσε να τρέχει μαζί τους και όπως μας είπε χαρακτηριστικά: «Δεν πρόλαβα να της πω ούτε αντίο, έφευγα και την έβλεπα να καίγεται»! Είναι συγκλονιστικές οι μαρτυρίες…»