Τόσο τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής των εισαγωγικών εξετάσεων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, όσο και η πλειοψηφία του Συμβουλίου της Επικρατείας, έκριναν ότι καθηγητής Νομικής Σχολής ο οποίος ήταν μέλος της εν λόγω επιτροπής δεν είχε κώλυμα ασυμβίβαστου να συμμετάσχει στην επιτροπή (και η συμμετοχή του ήταν νόμιμη), από το γεγονός και μόνο ότι έδιναν εισαγωγικές εξετάσεις δύο δικηγορίνες οι οποίες μέχρι πριν από λίγους μήνες ήταν συνέταιροι του στις δικηγορικές εταιρείες που είχε και η μια εκ των δύο έκανε και τη δικηγορική άσκησή της στο γραφείο του.
Δηλαδή, η συμμετοχή του καθηγητή στην εξεταστική επιτροπή κρίθηκε νόμιμη και ηθική χωρίς να υπάρχει ζήτημα ασυμβιβάστου, όπως εξάλλου και ο ίδιος ο καθηγητής διαβεβαίωσε στην επιτροπή.
Συγκεκριμένα, δυο υποψήφιοι που δεν πέρασαν στις τελευταίες εισαγωγικές εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας καταγγέλλοντας το γεγονός της εύνοιας που δέχθηκαν οι δύο πρώην συνεργάτιδες του καθηγητή, όπως και άλλα ασυνήθιστα του διαγωνισμού.
Το ΣτΕ έκρινε ότι δεν συντρέχει ασυμβίβαστο συμμετοχής του καθηγητή στην επιτροπή αξιολόγηση, παρά τις σχέσεις που είχε με τις δυο συνεργάτιδές του στις δικηγορικές του εταιρείες. Οι σχέσεις αυτές διεκόπησαν μόλις δύο μήνες πριν τη συγκρότηση της επιτροπής του διαγωνισμού, ενώ η μια εκ των δύο έκανε και τη δικηγορική άσκησή της στο γραφείο του καθηγητή.
Κατά την διεξαγωγή του διαγωνισμού ο εν λόγω καθηγητής πρότεινε δυο από τα τέσσερα θέματα των γραπτών εξετάσεων και βαθμολόγησε ο ίδιος τα γραπτά των υποψηφίων, ενώ συμμετείχε και στις προφορικές εξετάσεις.
Αντίθετα, η προεδρεύουσα του Τμήματος του ΣτΕ που εξέδωσε τις σχετικές αποφάσεις, η αντιπρόεδρος Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, ως μειοψηφία, υποστήριξε ότι είχε κώλυμα και δεν έπρεπε να συμμετέχει ο καθηγητής στην επιτροπή εξετάσεων. Μαζί της συντάχθηκαν και δύο πάρεδροι του ΣτΕ.
Όπως ελέχθη κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ, όταν η μία εκ των συνεταίρων του Πανεπιστημιακού διδασκάλου εισήλθε στο χώρο της προφορικής εξέτασης, την προσφώνησε παρουσία όλων, με το χαϊδευτικό της όνομα «Πένυ».
Επίσης, ο ένας εκ των υποψηφίων που προσέφυγε στο ΣτΕ επικαλέσθηκε ότι κατά την προφορική εξέταση ο καθηγητής απευθύνθηκε προς την παλαιά συνεργάτιδα του «σε τόνο προσωπικό και οικείο» κάτι που «θα μπορούσε να επηρεάσει και τα λοιπά μέλη της επιτροπής».
Πάντως, ο καθηγητής υπέβαλε δήλωση προ την επιτροπή του διαγωνισμού στην οποία ανέφερε ότι στις εξετάσεις που καλείται να διεξαγάγει προσεχώς επιτροπή «θα μετάσχει και δικηγόρος που συνεργάσθηκε μαζί μου στο παρελθόν, σε συνεργασία η οποία ουσιαστικά διεκόπη πριν από ενάμισι περίπου χρόνο, ήταν όμως και εταίρος σε δικηγορική εταιρεία της οποίας κύριος εταίρος ήμουν και εγώ, όπου και παρέμεινε τυπικά μέχρι την διάλυσή της, την 31η Δεκεμβρίου 2015. Θέτω το γεγονός αυτό υπόψη σας, ώστε να κρίνετε αν συντρέχει λόγος ασυμβιβάστου της συμμετοχής μου σε αυτήν”. Ίδια δήλωση υπέβαλε και για τη δεύτερη δικηγόρο η οποία ήταν συνέταιρος του σε άλλη δικηγορική εταιρεία του.
Η επιτροπή του διαγωνισμού αποφάνθηκε ότι «δεν θεωρεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του νόμιμο κώλυμα συμμετοχής». Μάλιστα η επιτροπή έλαβε την απόφασή της «σε συνδυασμό με την προφορική δήλωση» του καθηγητή ότι «δεν θεωρεί ο ίδιος» ότι «συντρέχει στο πρόσωπό του νόμιμο κώλυμα συμμετοχής».
Στις αποφάσεις του ΣτΕ, η πλειοψηφία αναφέρει ότι «για τη στοιχειοθέτηση της ιδιάζουσας σχέσεως ή του ιδιαίτερου δεσμού μέλους συλλογικού οργάνου προς κρινόμενο υποψήφιο δεν αρκεί οποιαδήποτε προσωπική ή επαγγελματική σχέση, αλλά τέτοια που, ενόψει των συντρεχουσών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, είναι πρόσφορη να δημιουργήσει εύλογες υπόνοιες ότι το μέλος του οργάνου έχει ήδη σχηματισμένη και, συνεπώς, προκατειλημμένη γνώμη για τον υποψήφιο τον οποίο πρόκειται να κρίνει».
Στην συνέχεια το ΣτΕ κατά πλειοψηφία, αποφάνθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται η ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης του καθηγητή με τις δύο συναιτέρες του και απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς των δυο υποψηφίων που έμειναν εκτός Σχολής.
Αντίθετα, η προεδρεύουσα του Τμήματος του ΣτΕ Κατερίνα Σακελλαροπούλου υπογραμμίζει στις αποφάσεις ότι η σχέση του καθηγητή με τις πρώην συνεργάτιδές τους συνιστούν ιδιαίτερη και ιδιάζουσα σχέση.
Η αντιπρόεδρος σημειώνει ότι όπως προκύπτει η Σ.Φ. ήταν μέλος της εταιρείας «Χ» από 25.7.2014 έως 31.12.2015, η σχέση δε αυτή της εν λόγω υποψήφιας με το μέλος της επιτροπής του διαγωνισμού αποτελεί σχέση συνεργασίας μεταξύ ελευθέρων επαγγελματιών, η οποία προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τη διάρκειά της ή τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύσσεται τη συνδρομή του στοιχείου της ιδιαίτερης προσωπικής εμπιστοσύνης μεταξύ των συνεργαζομένων ελευθέρων επαγγελματιών».
Και συνεχίζει η κυρία Σακελλαροπούλου: «Η σχέση του μέλους της επιτροπής του διαγωνισμού και της υποψήφιας, η οποία είχε, σε κάθε περίπτωση, ικανή χρονική διάρκεια και λύθηκε μόλις δύο μήνες πριν τη συγκρότηση της επιτροπής του διαγωνισμού, συνιστά ιδιαίτερη και ιδιάζουσα σχέση, από την οποία δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού του μέλους αυτού της επιτροπής του διαγωνισμού». Την ίδια άποψη εξέφρασε η αντιπρόεδρος και για τη δευτέρα υποψηφία Φ.Π. (με άλλες όμως χρονολογικές αναφορές), η οποία μάλιστα ήταν και ασκούμενη στο γραφείο του καθηγητή (2010-2012).
Πάντως, δικηγόροι όταν πληροφορήθηκαν τις εν λόγω αποφάσεις, εξέφρασαν την απορία εάν μετά την αποφοίτησή τους οι δύο πλέον δικαστικοί λειτουργοί, ανέβουν στην έδρα για να δικάζουν υπόθεση που δικηγόρος θα είναι ο καθηγητής και πρώην συνεταίρος τους, θα δηλώσουν εξαίρεση ή θα επικαλεστούν τις αποφάσεις του ΣτΕ και την κρίση της επιτροπής του διαγωνισμού ότι όλα είναι νόμιμα και ηθικά.