Η δίκη, η οποία διεξήχθη στις Βρυξέλλες από το Δεκέμβριο 2023 ως το Μάιο 2024, είχε ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό κατηγορουμένων: περισσότεροι από 120 άνδρες και γυναίκες, στους οποίους είχαν προστεθεί τέσσερις επιχειρήσεις, ύποπτες ότι χρησίμευαν αποκλειστικά και μόνο για να καλύψουν παράνομες δραστηριότητες.
Περίπου 20 εξ αυτών άκουσαν φορώντας χειροπέδες την ετυμηγορία στη Justitia, την πρώην έδρα του ΝΑΤΟ που μετατράπηκε σε δικαστικό κτίριο για δίκες που απαιτούν ενισχυμένη ασφάλεια.
Μεταξύ των κατηγορουμένων, οι οποίοι ανήκαν σε διάφορες εθνικότητες -Αλβανοί, Κολομβιανοί, Βέλγοι, Κοσοβάροι, Ουκρανοί ή προερχόμενοι από το Μαγρέμπ-, γύρω στους 12 δικάζονταν ως «επικεφαλής» εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων ο Αλγερινός Αμπντελουάχαμπ Γκερνί.
Σε αυτόν τον τελευταίο επιβλήθηκε η βαρύτερη ποινή, 17 χρόνια κάθειρξη, ενώ ο εισαγγελέας είχε ζητήσει 20. Στον Αλβανό Εριντάν Μουνιόζ Γκερέρο, ο οποίος διαχειριζόταν εργαστήρια παρασκευής κοκαΐνης στις Βρυξέλλες και είχε συλληφθεί τον Οκτώβριο 2021 από τη βελγική αστυνομία, επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 14 ετών.
«Έπαιξα και έχασα (…) Επιβεβαιώνω πως διηύθυνα μια ομάδα», αλλά «υπάρχουν εδώ εκατό άτομα που δεν γνωρίζω καν», είχε δηλώσει ο Μουνιόζ Γκερέρο κατά την έναρξη της δίκης.
Σοκ στην πίστα Γκραν Πρι του Λας Βέγκας - «Λιποθύμησε» ο Μπραντ Πιτ
Η συνήγορός του Ναταλί Γκαλάν είχε ζητήσει την επιείκεια του δικαστηρίου, υπογραμμίζοντας ότι ο πελάτης της είχε δεχθεί να συνεργασθεί στην έρευνα. «Δεν είναι το αφεντικό της αλβανικής μαφίας», είχε δηλώσει.
Ορισμένοι ύποπτοι αθωώθηκαν, ενώ δεκάδες άλλοι καταδικάσθηκαν σε ποινές από μερικούς μήνες μέχρι πάνω από δέκα χρόνια στη φυλακή.
Η υπόθεση αφορά ένα εκτεταμένο διεθνές δίκτυο λαθρεμπορίου κοκαΐνης και κάνναβης, το οποίο διαλύθηκε από τη βελγική αστυνομία το 2021-2022, σε συνεργασία με τις αστυνομίες της Ιταλίας και της Γερμανίας.
Πήρε την ονομασία «Encro» επειδή οι ερευνητές βασίσθηκαν σημαντικά στην αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων στις πλατφόρμες Encrochat και Sky ECC, που χρησιμοποιούσαν ευρύτατα οι λαθρέμποροι. Ορισμένοι από τους κατηγορουμένους χρησιμοποιούσαν σ’ αυτές πολλά ψευδώνυμα.
Τα ναρκωτικά μεταφέρονταν εν γένει μέσα σε εμπορευματοκιβώτια προερχόμενα από τη Νότια Αμερική και το Μαρόκο μέσω του βελγικού λιμανιού της Αμβέρσας, που αποτελεί την πρώτη είσοδο κοκαΐνης στην Ευρώπη, αλλά και μέσω των λιμανιών του Ρότερνταμ (Ολλανδία), του Αμβούργου (Γερμανία) και της Χάβρης (Γαλλία), σύμφωνα με το κατηγορητήριο.
Ορισμένοι από τους κατηγορουμένους είχαν προφυλακισθεί στο Βέλγιο μετά τη σύλληψή τους. Άλλοι ήταν ελεύθεροι και άλλοι βρίσκονταν υπό ηλεκτρονική επιτήρηση ή υπό άλλη μορφή δικαστικού ελέγχου.
Εκτός από τα παράνομα εργαστήρια παρασκευής κοκαΐνης, ανακαλύφθηκαν επίσης στο Βέλγιο φυτείες κάνναβης μέσα σε αποθήκες.