Προκλητικός
«Συνεχίστε τις διώξεις και θα κερδίσω τις εκλογές…», έλεγε τον Αύγουστο ο Ντόναλντ Τραμπ, χλευάζοντας τους δικαστές και τους Δημοκρατικούς που τον κυνηγούν -όπως λέει- με στόχο να τον βγάλουν από την προεδρική κούρσα γιατί τον φοβούνται. Η αλήθεια είναι ότι, παρά τις σοβαρές ποινικές διώξεις εις βάρος του, ο Τραμπ ηγείται των εσωκομματικών αντιπάλων του, αλλά και του νυν προέδρου. Το παράδοξο είναι ότι με κάθε δίωξη, το ταμείο του Τραμπ γεμίζει με εισφορές των υποστηρικτών του. Είτε πρόκειται για το κατηγορητήριο σχετικά με την εξαγορά της σιωπής της πάλαι ποτέ διάσημης πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς είτε για τη δίωξη σχετικά με την παράνομη παρακράτηση απόρρητων εγγράφων είτε για τις κατηγορίες της συνωμοσίας με σκοπό να παραμείνει στην εξουσία μετά την ήττα του στις προεδρικές εκλογές, οι οπαδοί του δεν πτοούνται.
Δεν είναι, ωστόσο, όλα ανθηρά για τον Τραμπ, καθώς συγκεντρώνει χρήματα για την προεκλογική εκστρατεία του, όμως θα χρειαστεί πολύ μεγάλο κομπόδεμα για να αντεπεξέλθει στα τεράστια νομικά έξοδα που θα απαιτήσουν οι δίκες στις οποίες θα είναι κατηγορούμενος. Εχει την ικανότητα να «ντοπάρει» τους αφοσιωμένους υποστηρικτές του, τους συνωμοσιολόγους που έχουν πάρει προσωπικά τις διώξεις κατά του αρχηγού τους, ενώ την ίδια ώρα αρκετοί Ρεπουμπλικανοί έχουν αρχίσει να του γυρίζουν την πλάτη και ας είναι, προς το παρόν, το φαβορί για τη νίκη. Σύμφωνα με το «Business Insider», ίσως δεν θα φθάσει έως τις εκλογές η στήριξη στον Τραμπ από το σύνολο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, παρά τη στήριξη που εμφανίζεται να έχει στην κοινωνία.
Αρκετοί στηρίζουν την προσπάθεια του κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρόναλντ Ντε Σάντις, ο οποίος κάποτε πρόβαλε ως η μεγάλη απειλή για τον Τραμπ, αλλά τώρα πια έχει μείνει πίσω στις δημοσκοπήσεις για το χρίσμα του κόμματος. Ο Ντε Σάντις κάνει επιθετική εκστρατεία εν όψει των προκριματικών εκλογών, αναδεικνύοντας τις αστοχίες του Τραμπ στην εξωτερική πολιτική. Το ίδιο έκανε πρόσφατα και η Νίκι Χέιλι, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, κατηγορώντας τον ότι «δεν γνωρίζει ποιοι είναι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ».
Η ατζέντα του
Ο Τραμπ, πάντως, αδιαφορεί για τις εσωκομματικές αλλά και τις έξωθεν βολές και έχει καταστρώσει ήδη το προεκλογικό σχέδιό του: Το ονομάζει «Agenda 47», καθώς πιστεύει ότι θα νικήσει στις εκλογές του 2024 και θα γίνει ο 47ος πρόεδρος. Η αλήθεια είναι ότι, παρά τα λάθη και τις ακρότητες στην εξωτερική πολιτική, ο Τραμπ προηγείται του Τζο Μπάιντεν στην οικονομία και το μεταναστευτικό σε αρκετές Πολιτείες όπου έχουν γίνει δημοσκοπήσεις και, κυρίως, στις Πολιτείες-κλειδιά (swing states), που αλλάζουν συχνά πολιτικό στρατόπεδο και συνήθως κρίνουν το αποτέλεσμα των εκλογών. Οι μετρήσεις έδειξαν πως στην Αριζόνα, στην Τζόρτζια, στο Μίσιγκαν, στη Νεβάδα και την Πενσιλβάνια ο Τραμπ προηγείται του Μπάιντεν από 4 έως 10 μονάδες.
ΗΠΑ: Ο νέος υπουργός Άμυνας του Τραμπ παρά λίγο θα σκότωνε άνθρωπο με τσεκούρι - Τι τατουάζ έχει [βίντεο]
Οσο οι δημοσκοπήσεις τον ευνοούν, ο τέως πρόεδρος συνεχίζει την επιθετική και συχνά προσβλητική ρητορική του εναντίον όσων θεωρεί αντιπάλους του, ενώ κάνει σχόλια για την ηλικία του 80χρονου Τζο Μπάιντεν και τον παρουσιάζει ως έναν ηλικιωμένο με άνοια! Αν και είναι νεότερος μόνο κατά τρία χρόνια, ο Τραμπ έχει πει αρκετές φορές ότι «ο Μπάιντεν σκοντάφτει συνέχεια και ξεχνάει». Η ρητορική του ενισχύεται από τις αναφορές των αμερικανικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε «γκάφες» του Αμερικανού προέδρου ή σε αμήχανες στιγμές, κατά τις οποίες αργεί να απαντήσει ή να συνεχίσει μία πρόταση.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
«Γκρεμίζεται» ο Μπάιντεν, ελπίδες για… Μισέλ Ομπάμα
Οι Δημοκρατικοί ανησυχούν για τις απογοητευτικές επιδόσεις του προέδρου Τζο Μπάιντεν στις δημοσκοπήσεις. Η δημοφιλία του Μπάιντεν έχει κατρακυλήσει στο 39% και πρωτοκλασάτα στελέχη του κόμματος έχουν αρχίσει να προτείνουν «σωτήρες», ώστε να μη χαθεί η προεδρία. Το όνομα της Μισέλ Ομπάμα έχει προταθεί κι άλλες φορές από στελέχη των Δημοκρατικών, ωστόσο οι συζητήσεις πάντοτε σταματούν, καθώς η πρώην πρώτη κυρία έχει αποκλείσει στο παρελθόν οποιαδήποτε ανάμιξή της με την πολιτική, επιλέγοντας να περνά την καθημερινότητά της μαζί με τον σύζυγό της, Μπαράκ Ομπάμα, και να ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων, με τη δημιουργία pod casts, καθώς και με άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, αλλά και τον πολιτικό ακτιβισμό, έχοντας διείσδυση σε ομάδες που μάχονται κατά των φυλετικών και κοινωνικών διακρίσεων.
Φωνές ανησυχίας
Οι φωνές των Δημοκρατικών, που φοβούνται ότι θα χάσει ο Τζο Μπάιντεν με αντίπαλο τον Τραμπ και «μόνο η Μισέλ Ομπάμα, που είναι πολύ δημοφιλής και την αγαπούν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, θα μπορούσε να σώσει το κόμμα», πληθαίνουν το τελευταίο διάστημα.
Ο Ντέιβιντ Αξελροντ, ο οποίος σχεδίασε την προεκλογική εκστρατεία του Μπαράκ Ομπάμα και εξακολουθεί να διαμορφώνει τη στρατηγική των Δημοκρατικών, προειδοποίησε πως, αν το κόμμα θέλει τη νίκη, θα πρέπει να βρει ένα πρόσωπο με μεγάλη δημοφιλία και αποδοχή.
Ταυτόχρονα, ο Μπάιντεν θα πρέπει να σκεφθεί αν είναι σκόπιμο να επιμείνει στην υποψηφιότητά του! Οι δημοσκοπήσεις που έγιναν έδειξαν ότι η 59χρονη Μισέλ Ομπάμα θα μπορούσε να συγκεντρώσει ποσοστό 48% έναντι του Μπάιντεν, που θα έπαιρνε 36% στις προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος, αν δήλωνε την υποψηφιότητά της για το χρίσμα.
Πριν από έναν χρόνο, είχε διαδοθεί το σενάριο της υποψηφιότητας της Μισέλ Ομπάμα. Σύμφωνα με τον γνωστό ιστότοπο Drudge Report, η πρώην πρώτη κυρία θεωρείται ακόμη και από τους Ρεπουμπλικανούς «πολύ δυνατό χαρτί» και θα μπορούσε να απειλήσει τον Τραμπ – μέχρι τώρα δεν υπάρχουν δημοσκοπικά στοιχεία για τέτοια πιθανή αναμέτρηση.
Η πρώην υποψήφια αντιπρόεδρος των Ρεπουμπλικανών, Σάρα Πέιλιν, δήλωσε πεπεισμένη ότι «η Μισέλ Ομπάμα θα είναι υποψήφια στις εκλογές του 2024». Ομως, η Μισέλ Ομπάμα αρνείται κατηγορηματικά ότι σκέπτεται την κάθοδό της στην πολιτική (αν και έχει εμπλακεί εμμέσως πολλές φορές βοηθώντας υποψηφίους των Δημοκρατικών). Ορισμένοι δημοσιογράφοι θυμίζουν πως και η Χίλαρι Κλίντον αρνείτο ότι θα θέσει υποψηφιότητα στις προηγούμενες αναμετρήσεις έως την τελευταία στιγμή. Φυσικά, στην περίπτωση της Μισέλ, η κατάσταση είναι διαφορετική, αν και πολλοί θα ήθελαν να έλεγε, τελικά, το «ναι» στην υποψηφιότητα, όσο κι αν αυτό το ενδεχόμενο θα δημιουργούσε νέα δεδομένα και θα έφερνε σε δύσκολη θέση τον νυν πρόεδρο.