Ο Iwao Hakamada, ο οποίος έχει καταδικαστεί σε θάνατο για περισσότερο από μισό αιώνα, κρίθηκε ένοχος το 1968 για τη δολοφονία του αφεντικού του, της συζύγου του άνδρα και των δύο έφηβων παιδιών τους.
Πρόσφατα έλαβε εκ νέου δίκη εν μέσω υποψιών ότι οι ανακριτές μπορεί να είχαν φυτέψει στοιχεία που οδήγησαν στην καταδίκη του για τετραπλή δολοφονία.
Περισσότερος από μισός αιώνας που δαπανήθηκε για την καταδίκη του σε θάνατο έχει επηρεάσει σοβαρά την ψυχική υγεία του Hakamada, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν ανίκανος να παραστεί στην ακροαματική διαδικασία όπου τελικά εκδόθηκε η αθώωσή του.
Η υπόθεση του Hakamada είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο διάσημα νομικά έπος της Ιαπωνίας και έχει προσελκύσει το ευρύ κοινό ενδιαφέρον, με περίπου 500 άτομα να βρίσκονται στην ουρά για θέσεις στην αίθουσα του δικαστηρίου στη Shizuoka την Πέμπτη.
Μεταξύ αυτών, ο Ατσούσι Ζουκεράν, ο οποίος φορούσε μια μπλούζα στην οποία ήταν γραμμένο «Απελευθερώστε τον Χακαμάντα τώρα».
«Είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα αθωωθεί. Όμως ένα μέρος μου δεν θα είναι σε θέση να γιορτάσει πλήρως την αθώωση», έλεγε μερικές ώρες πριν από την ανακοίνωση της ετυμηγορίας.
«Η περίπτωσή του είναι μια οδυνηρή υπενθύμιση ότι το ιαπωνικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης πρέπει να αλλάξει», πρόσθεσε.
Πρώην πυγμάχος που έγινε υπάλληλος σε μια επιχείρηση παρασκευής μίσο (σόγια που έχει υποστεί ζύμωση), ο Ιουάο Χακαμάντα κατηγορούνταν ότι το 1966 δολοφόνησε το αφεντικό του και τρία μέλη της οικογένειας αυτού του τελευταίου. Το 1968 είχε καταδικαστεί σε θάνατο από το Δικαστήριο της Σιζουόκα.
Την εποχή εκείνη είχε αρχικά ομολογήσει πως είχε διαπράξει αυτούς τους φόνους, πριν υπαναχωρήσει, επικαλούμενος τις βίαιες μεθόδους των ανακριτών του. Η καταδίκη του σε θάνατο είχε εντούτοις επικυρωθεί το 1980 από το ιαπωνικό Ανώτατο Δικαστήριο.
Οι δικηγόροι του υποστήριζαν ότι τα στοιχεία για την ενοχή του πιθανόν κατασκευάστηκαν από την αστυνομία ή τα πρόσωπα που είχαν τότε ερευνήσει την υπόθεση, ώστε να μπορέσουν να δικαιολογήσουν τη σύλληψή του και την καταδίκη του.
Το 2014, ένα δικαστήριο είχε αποδεχθεί την ύπαρξη αμφιβολιών για την ενοχή του αφού γενετικά τεστ είχαν διαψεύσει στοιχεία της κατηγορίας στα οποία βασιζόταν το κατηγορητήριο: το DNA που είχε βρεθεί σε ματωμένα ρούχα, δεν αντιστοιχούσε στο δικό του. Είχε τότε αποφυλακισθεί.
Όμως ο δρόμος για μια αναθεώρηση της δίκης του ανθρώπου, ο οποίος θεωρείται αυτός που έχει περάσει τον περισσότερο χρόνο στον κόσμο ως θανατοποινίτης, υπήρξε ιδιαίτερα μακρύς και βασανιστικός.
Έπειτα από προσφυγή της εισαγγελίας, δικαστήριο του Τόκιο είχε αμφισβητήσει το 2018 την αξιοπιστία των τεστ DNA και είχε ακυρώσει την απόφαση του 2014, χωρίς ωστόσο να ξαναστείλει τον Χακάντα στη φυλακή.
Το 2020, νέα ανατροπή: το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση που εμπόδιζε να δικαστεί και πάλι ο Χακαμάντα.
Το Μάιο, στη νέα δίκη του, οι εισαγγελείς ζήτησαν και πάλι τη θανατική ποινή, υποστηρίζοντας πως είναι ένοχος «πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας».
Οι δικηγόροι του και οι πολυάριθμοι υποστηρικτές του, επικεφαλής των οποίων είναι η 91χρονη αδελφή του, η Χιντέκο, ζητούσαν την αθώωσή του.
Σύμφωνα με την ιαπωνική εφημερίδα Μανιίτσι, ήταν η πέμπτη φορά που εισαγγελείς στην Ιαπωνία ζητούσαν και πάλι την επιβολή της θανατικής ποινής σε νέες δίκες πρώην καταδικασμένων σε θάνατο. Στις τέσσερις πρώτες υποθέσεις, οι κατηγορούμενοι είχαν τελικά αθωωθεί.
Σύμφωνα με τους οικείους του, ο Χακαμάντα υποφέρει από σημαντικές ψυχολογικές συνέπειες αφού πέρασε σχεδόν πέντε δεκαετίες στα κελιά των μελλοθανάτων, συχνά σε απομόνωση, και κάθε ημέρα μπορούσε να είναι η τελευταία του, όπως προβλέπεται από την ιαπωνική νομοθεσία.
«Δώσαμε μια μάχη που φαινόταν για καιρό χωρίς τέλος», είχε δηλώσει η αδελφή του, η Χιντέκο.
«Όμως αυτή τη φορά πιστεύω πως η μάχη θα τελειώσει», είχε προσθέσει για την έκβασή της.
Οι καταδικασμένοι σε θάνατο στην Ιαπωνία συχνά ειδοποιούνται την τελευταία στιγμή ότι πρόκειται να απαγχονισθούν μερικές ώρες αργότερα. Ο απαγχονισμός είναι η μόνη μέθοδος εκτέλεσης της θανατικής ποινής στο αρχιπέλαγος.
Οι πολιτικοί αξιωματούχοι δεν έχουν πρόθεση να την καταργήσουν. Το Δεκέμβριο η Ιαπωνία αριθμούσε στις φυλακές της λίγο περισσότερους από 100 θανατοποινίτες.
Καθώς εκδόθηκε η ετυμηγορία, οι υποστηρικτές του Hakamada έξω από το δικαστήριο επευφημούσαν “banzai” – ένα ιαπωνικό επιφώνημα που σημαίνει “γρήγορα”.
Ο Χακαμάντα, ο οποίος εξαιρέθηκε από όλες τις ακροάσεις λόγω της επιδεινωμένης ψυχικής του κατάστασης, ζει υπό τη φροντίδα της 91χρονης αδερφής του Χιντέκο από το 2014, όταν αφέθηκε ελεύθερος από τη φυλακή και του δόθηκε εκ νέου δίκη.
Προηγουμένως είπε στο πρακτορείο ειδήσεων AFP ότι η μάχη του για τη δικαιοσύνη ήταν σαν να «τσακώνομαι κάθε μέρα».
«Από τη στιγμή που πιστεύεις ότι δεν μπορείς να κερδίσεις, δεν υπάρχει δρόμος προς τη νίκη», είπε.
Από την αρχή της ακροαματικής συνεδρίασης, ο δικαστής δήλωσε πως το δικαστήριο θεωρεί πως ο κατηγορούμενος «είναι αθώος».
Η υπόθεση αυτή, η οποία άρχισε το 1966, είναι εμβληματική για τους υποστηρικτές της κατάργησης της θανατικής ποινής στην Ιαπωνία, οι οποίοι είναι λιγότεροι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, απ’ αυτούς που την υποστηρίζουν στη χώρα.
Ειδήσεις σήμερα
Ερντογάν: Δεν πήγε στο δείπνο Μπάιντεν – Επέστρεψε στην Τουρκία
Κατρίνης: «Καθολικό αίτημα να υπάρχει μία μεγάλη παράταξη»
Οι νέοι βασικοί μισθοί στο Δημόσιο – Δείτε αναλυτικούς πίνακες