Οι ανακριτικές αρχές της επιρρίπτουν αμέλεια κατά την άσκηση καθήκοντος η οποία και επέτρεψε την κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Το εν λόγω αδίκημα τιμωρείται στη Γαλλία με φυλάκιση έως και ενός έτους και με χρηματικό πρόστιμο ύψους μέχρι και 15.000 ευρώ. Το μεγαλύτερο διακύβευμα όμως δεν είναι το οικονομικό, αλλά αφορά στην αξιοπιστία της αφού σε περίπτωση καταδίκης θα τεθεί ευλόγως το ερώτημα εάν μπορεί να συνεχίσει να ηγείται του διεθνούς οργανισμού.
Η υπόθεση εκδικάζεται στο Δικαστήριο της Δημοκρατίας (Cour de justice de la République), ένα ειδικό δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να δικάζει υπουργούς εν ενεργεία ή μη, για αδικήματα που διαπράχθηκαν ενόσω βρίσκονταν στην εξουσία. Συγκροτείται από τρεις ανώτατους δικαστικούς και 12 κοινοβουλευτικούς, μέλη της Εθνοσυνέλευσης και της Γερουσίας. Συνολικά έχουν προβλεφθεί επτά δικάσιμες και η δίκη αναμένεται να ολοκληρωθεί στις 20 Δεκεμβρίου.
Η σημερινή δίκη ανοίγει ένα ακόμη κεφάλαιο ενός εντυπωσιακού οικονομικού θρίλερ που απασχολεί τη Γαλλία εδώ και μια 20ετία. Ο επιχειρηματίας Μπερνάρ Ταπί είχε υποστηρίξει τη δεκαετία του 1990 ότι κατά την πώληση των μετοχών που κατείχε στην εταιρία αθλητικών ειδών Adidas, εξαπατήθηκε από την τότε κρατική τράπεζα Crédit Lyonnais.
Ιδιωτικό διαιτητικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση του επιδίκασε το 2008 αποζημίωση ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ. Εν τω μεταξύ η εν λόγω απόφαση έχει ακυρωθεί από άλλα δικαστήρια ενώ σε βάρος του Ταπί και άλλων διενεργούνται έρευνες με την υπόνοια της απάτης κατ΄ εξακολούθηση. Επιπλέον ένας εκ των δικαστών του διαιτητικού δικαστηρίου φέρεται να διατηρούσε στενές σχέσεις με τον επιχειρηματία. Στο επίκεντρο των ερευνών βρίσκεται και ο πρώην επικεφαλής του γραφείου της Κριστίν Λαγκάρντ.
Μετά την εκλογή του Νικολά Σαρκοζί στην προεδρία το 2007, η Λαγκάρντ ανέλαβε το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών. Λίγους μήνες αργότερα παρέπεμψε παραδόξως την υπόθεση Ταπί σε ιδιωτικό διαιτητικό δικαστήριο. Όταν τον ερχόμενο χρόνο το δικαστήριο επιδίκαζε στον πολιτικά καλά δικτυωμένο επιχειρηματία Ταπί αποζημίωση 400 εκατομμυρίων ευρώ, η Κριστίν Λαγκάρντ δεν θέλησε να εφεσιβάλει την απόφαση, γεγονός που κατά την εξεταστική επιτροπή στοιχειοθετεί την κατηγορία της αμέλειας. Εξαρχής η ίδια η Λαγκάρντ αρνήθηκε τις κατηγορίες.
«Είμαι χαλαρή και αποφασισμένη», είπε προ ολίγων εβδομάδων στο γαλλικό τηλεοπτικό δίκτυο RTL, προσθέτοντας ότι δεν φοβάται τη δίκη. Όλο αυτό το διάστημα που διεξάγονταν έρευνες σε βάρος της, το εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ εξέφραζε την απόλυτη εμπιστοσύνη του στην ικανότητα της γενικής διευθύντριας να επιτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της.
Πηγή: DW