Οι επικεφαλής της διπλωματίας των χωρών της G7, που συνεδριάζουν στο Τορόντο του Καναδά για δύο ημέρες, συζήτησαν όσον αφορά τις εντάσεις με τη Μόσχα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, ενώ εξέτασαν επίσης τα προβλήματα στη Βενεζουέλα και τη Μιανμάρ.
«Υπήρξε ενότητα της G7 ως προς την αντίθεση στην κακόβουλη συμπεριφορά της Ρωσίας», δήλωσε ο αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί, μετά το πέρας της πρώτης ημέρας των εργασιών στο Τορόντο.
«Διαπιστώθηκε επίσης ότι τα μέλη της G7 είναι ανοικτά στον διάλογο με τη Ρωσία μολονότι την καθιστούμε υπεύθυνη για τις κακόβουλες δραστηριότητές της και τις προσπάθειές της να αποσταθεροποιήσει χώρες», πρόσθεσε ο αξιωματούχος.
Οι ΥΠΕΞ αναμένεται να δώσουν στη δημοσιότητα τη Δευτέρα μια τελική ανακοίνωση η οποία θα διατρανώνει ότι θα τηρήσουν ανυποχώρητη στάση έναντι της Μόσχας, ανέφεραν δύο πηγές ενήμερες για όσα συζητήθηκαν.
«Η γλώσσα θα είναι σκληρή εξαιτίας όσων έχουν κάνει οι Ρώσοι μέχρι τώρα», αλλά οι διατυπώσεις «θα μπορούν επίσης να ερμηνευθούν» ως ένδειξη πως «η πόρτα μένει ανοικτή» για διάλογο, ανέφερε η μία από τις πηγές.
«Τους λέμε “αν θέλετε να σας αντιμετωπίζουν σαν μεγάλη δύναμη, τότε συνεργαστείτε μαζί μας”», πρόσθεσε η ίδια πηγή.
Ο επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας Χάικο Μάας επανέλαβε την Κυριακή την έκκλησή του προς τη Μόσχα να συμβάλλει στην επίλυση της κρίσης στη Συρία, όπου η Ρωσία και το Ιράν έχουν επέμβει στον πόλεμο και υποστηρίζουν τις δυνάμεις του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.
«Γνωρίζουμε ότι η συριακή σύγκρουση, για παράδειγμα, δεν μπορεί να επιλυθεί δίχως τη Ρωσία. Αλλά θα πρέπει να κάνει εποικοδομητικές προσφορές», είπε ο Μάας σε δημοσιογράφους.
Η σύνοδος της G7 είναι η πρώτη συνάντηση υψηλού επιπέδου αφότου οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Γερμανία εκτόξευσαν 105 πυραύλους εναντίον εγκαταστάσεων όπου πιστευόταν ότι βρίσκονταν ή κατασκευάστηκαν χημικά όπλα στη Συρία, σε αντίποινα για μια επίθεση που φέρεται να έγινε με δηλητηριώδες αέριο την 7η Απριλίου.
Οι δυτικές χώρες επέρριψαν την ευθύνη για την επίθεση στη Ντούμα, η οποία σκότωσε δεκάδες ανθρώπους, στον Άσαντ. Η Δαμασκός και η Μόσχα διέψευσαν ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις έκαναν επίθεση με χημικά όπλα την 7η Απριλίου.
Σύμφωνα με τον αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, εκφράστηκε ευρεία υποστήριξη από τους υπουργούς στη λεγόμενη «Διαδικασία της Γενεύης» υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η οποία προβλέπει μια διαδικασία πολιτικής μετάβασης και την αποχώρηση του Άσαντ από την εξουσία.
«Η πολιτική διαδικασία που προκύπτει από οποιονδήποτε πόλεμο έχει τα πάνω της και τα κάτω της. Η Διαδικασία της Γενεύης είναι αυτή στην οποία δίνεται αυτή τη στιγμή η έμφαση για να υπάρξει πολιτική πρόοδος», είπε ο αμερικανός αξιωματούχος.
Οι ΗΠΑ τόνισαν ότι μια από τις προτεραιότητές τους είναι επίσης οι «κακόβουλες» ενέργειες του Ιράν στη Μέση Ανατολή, και άλλη μία ο τερματισμός των εξοπλιστικών προγραμμάτων της Βόρειας Κορέας.
Οι συνομιλίες των ΥΠΕΞ, που θα ολοκληρωθούν το βράδυ της Δευτέρας (σ.σ. πρωί της Τρίτης ώρα Ελλάδας), εντάσσονται στην προετοιμασία της συνόδου κορυφής των επτά κρατών, των ΗΠΑ, της Βρετανίας, του Καναδά, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, η οποία θα διεξαχθεί στις αρχές του Ιουνίου στον Καναδά.
Την περασμένη εβδομάδα, η G7 καταδίκασε αυτή που ανέφερε ότι ήταν μια ρωσική επίθεση με νευροπαραλυτική ουσία στη Βρετανία. Ανώτερος αξιωματούχος σημείωσε ότι οι υπουργοί εξέφρασαν έντονη ανησυχία για την συμπεριφορά της Ρωσίας, που διαρκεί χρόνια.
Η Μόσχα αρνείται ότι είχε οποιαδήποτε ανάμιξη στην επίθεση του Μαρτίου.
Στις συνομιλίες δεν θα συζητηθούν περαιτέρω τιμωρητικά μέτρα σε βάρος της Μόσχας, καθώς η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία είναι μέλη της ΕΕ, που λαμβάνει κοινές αποφάσεις για τις κυρώσεις που επιβάλλουν τα 28 κράτη μέλη της, διευκρίνισαν δύο διπλωμάτες.
Το ζήτημα πάντως πιθανόν θα εξεταστεί σε διμερείς συναντήσεις μεταξύ των υπουργών, πρόσθεσε ο ένας διπλωμάτης.
Συζητήθηκαν ακόμη οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία ως προς τις αλλαγές στο Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (ΚΟΣΔ), τη συμφωνία του 2015 ανάμεσα σε έξι μεγάλες δυνάμεις και το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τον αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έδωσε τη 12η Ιανουαρίου τελεσίγραφο στους ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ να «διορθώσουν τα φρικτά ελαττώματα» της συμφωνίας, απειλώντας σε διαφορετική περίπτωση να τερματίσει την άρση των αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν. Οι κυρώσεις θα επανεπιβληθούν εάν ο Τραμπ δεν τις παρατείνει ξανά τη 12η Μαΐου.
«Ένα από τα πράγματα για τα οποία ανησυχούμε τώρα είναι (η συμφωνία αυτή και) το πού θα πάει», είπε ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον στο περιθώριο της G7.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]