Ο καμικάζι πυροδότησε τα εκρηκτικά με τα οποία ήταν ζωσμένος το πρωί, ενώ βρισκόταν μέσα στο μεγάλο πλήθος που περίμενε για να εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους. Έκτοτε, ο απολογισμός των θυμάτων δεν έπαψε να αυξάνεται.
Το βράδυ, είχαν καταμετρηθεί 57 νεκροί και 119 τραυματίες, στη συντριπτική τους πλειονότητα μέλη της σιιτικής μειονότητας των Χαζάρων, η οποία στοχοθετείται συχνά από τους σουνίτες εξτρεμιστές του ΙΚ, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας.
Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν τουλάχιστον 21 γυναίκες και πέντε παιδιά, διευκρίνισε εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας· ενώ 47 γυναίκες και δεκαέξι παιδιά συγκαταλέγονται στους τραυματίες.
«Ξέρουμε τώρα ότι η κυβέρνηση είναι ανίκανη να μας προστατεύσει», είπε ένας άνδρας, ο Άκμπαρ, μετά την τραγωδία, πριν αρχίσει να βρίζει χυδαία τον πρόεδρο Άσραφ Γάνι και το ιδιωτικό τηλεοπτικό δίκτυο Tolo News διακόψει την απευθείας σύνδεση. «Θάνατος στην κυβέρνηση, θάνατος στους Ταλιμπάν», κραύγαζε το πλήθος γύρω του, δείχνοντας έγγραφα και φωτογραφίες βουτηγμένες στο αίμα.
Οι Ταλιμπάν ανακοίνωσαν αμέσως ότι δεν είχαν «καμιά σχέση» με την επίθεση της Κυριακής, υποδεικνύοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι η ευθύνη ανήκε στο ΙΚ, το οποίο λίγο αργότερα πράγματι ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση μέσω του οργάνου προπαγάνδας του, του πρακτορείου «ειδήσεων» Άμακ.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ καταδίκασε την «κτηνωδία» της επίθεσης εναντίον πολιτών που ήθελαν να ασκήσουν «θεμελιώδη δημοκρατικά τους δικαιώματα», με τον υπηρεσιακό αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Τζον Σάλιβαν να καταγγέλλει την «άφρονα» αυτή ενέργεια και να επαναλαμβάνει από το Τορόντο τη δέσμευση της Ουάσινγκτον να «καταστρέψει» το ΙΚ.
Η επίθεση διαπράχθηκε σε μια δυτική συνοικία της Καμπούλ όπου κατοικούν κυρίως σιίτες.
Επρόκειτο για την πρώτη επίθεση στην Καμπούλ εναντίον κάποιου από τα κέντρα όπου καταρτίζονται οι κατάλογοι των ψηφοφόρων ενόψει των βουλευτικών εκλογών της 20ής Οκτωβρίου από την έναρξη των εγγραφών, τη 14η Απριλίου. Οι εκλογές αυτές θα είναι οι πρώτες από το 2010 και η ψηφοφορία, η πρώτη μετά τις προεδρικές του 2014, θα προηγηθεί αυτής του 2019.
Άλλα δύο κέντρα εγγραφής των ψηφοφόρων στην επαρχία έγιναν στόχοι επιθέσεων την περασμένη εβδομάδα. Την Παρασκευή, μια ρουκέτα χτύπησε ένα στην Μπάντγις (βόρεια), με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ένας από τους αστυνομικούς που το φρουρούσαν και να τραυματιστεί άλλος ένας, σύμφωνα με έναν εκπρόσωπο των αρχών της επαρχίας, που επέρριψε την ευθύνη στους Ταλιμπάν. Την Τρίτη, τρία στελέχη της εκλογικής επιτροπής και δύο αστυνομικοί απήχθησαν στην επαρχία Γορ, πριν απελευθερωθούν 48 ώρες αργότερα έπειτα από προσπάθειες προεστών. Και εκεί, αξιωματούχοι κατηγόρησαν τους Ταλιμπάν.
Η βία και οι επιθέσεις είναι τα κυριότερα εμπόδια για την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών, παραδέχεται η εκλογική επιτροπή, η οποία έχει ανοίξει κέντρα εγγραφής ψηφοφόρων σε σχολεία και τεμένη, πάντα φρουρούμενα από αστυνομικούς που κάνουν σωματικό έλεγχο στους πολίτες στις εισόδους.
Πολλοί Αφγανοί λένε ότι θα ήθελαν να τιμωρήσουν στις κάλπες τους κοινοβουλευτικούς (249 συνολικά) που θεωρούν οκνούς ή διεφθαρμένους και παραμένουν στα έδρανά τους μολονότι η εντολή τους τυπικά έληξε πριν από τέσσερα χρόνια. Αλλά φοβούνται ότι η ψηφοφορία θα γίνει για το τίποτα, θα κυριαρχήσει η νοθεία και η βία θα κλιμακωθεί. Μπροστά στον συγκρατημένο ενθουσιασμό των πολιτών, ο πρόεδρος Γάνι έδωσε την Πέμπτη εντολή στους κυβερνήτες των 34 επαρχιών να επιταχύνουν τη διαδικασία εγγραφής, στους δημόσιους λειτουργούς να εγγραφούν μαζί με τα μέλη των οικογενειών τους, και στους μουλάδες να ευαισθητοποιήσουν τους πιστούς.
Η πιο πρόσφατη επίθεση -την ευθύνη ανέλαβε το ΙΚ- στην αφγανική πρωτεύουσα είχε διαπραχθεί την πρώτη ημέρα του περσικού νέου έτους, την 21η Μαρτίου, με πάνω από τριάντα νεκρούς και 70 τραυματίες.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]