Ενα βιβλίο για τα ματαιωμένα όνειρα και τις υποθηκευμένες ζωές. Για την προσφυγιά και όλους αυτούς που πολύ γρήγορα νιώθουν ηττημένοι στη μάχη της επιβίωσης, γιατί ακολουθούν έναν δύσκολο δρόμο, αναζητώντας καταφύγιο σε μια ουσιαστικά άγνωστη πατρίδα. Θεωρώ ότι είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Σταύρου Χριστοδούλου!
Διαβάζοντας το βιβλίο σας, μου ήρθαν στο μυαλό όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας. Στενάχωρα, δύσκολα, η επιβίωση τραγική, οι ξεριζωμένοι της ζωής αναζητούν πατρίδα. Πού θέλετε να οδηγήσετε τον αναγνώστη σας;
Ελπίζω ότι το βιβλίο θα οδηγήσει τους αναγνώστες στην απέναντι όχθη, ώστε να διασταυρωθούν οι δρόμοι τους με εκείνους των χαρακτήρων. Οι ήρωες του «Μαύρου φλαμίνγκο» μπορεί να κυκλοφορούν γύρω μας, αλλά δεν είναι ορατοί. Ανθρωποι που παλεύουν να επιβιώσουν σε αυτή την άγρια πόλη κουβαλώντας το άχθος της παλιάς τους ζωής. Η ιστορία δεν είναι καινούργια. Για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, επέλεξα το κύμα των προσφύγων από την πρώην Σοβιετική Ενωση, τους λεγόμενους «Ρωσοπόντιους», στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αυτούς που έφυγαν από τη Γεωργία μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης αναζητώντας στην Ελλάδα μια καλύτερη τύχη. Σε μια τέτοια οικογένεια μεγάλωσε και ο Λεβάν, ο κεντρικός μου ήρωας, σε μια γειτονιά των Πετραλώνων.
Ο τόπος συνεχίζει να είναι ο αόρατος πρωταγωνιστής των βιβλίων σας;
Ετσι ακριβώς. Το βιβλίο έχει δύο πατρίδες: το Ρουστάβι της μετασοβιετικής περιόδου και τη σύγχρονη Αθήνα. Πρόκειται για μια ανθρωπογεωγραφία που ανιχνεύει το μεγάλο θέμα της έξαρσης της Ακροδεξιάς.
Τι μπορεί να σπρώξει ένα αποσυνάγωγο παιδί όπως ο ήρωάς σας, Λεβάν, στη σκοτεινιά του μίσους;
Αυτό το κεντρικό ερώτημα διατρέχει το βιβλίο: Γιατί ένα τέτοιο παιδί επέλεξε αυτό τον σκοτεινό δρόμο; Προσπαθώ να το απαντήσω ψυχογραφώντας τον και χωρίς να ακολουθώ μια μανιχαϊστική λογική. Υπάρχει μια εσωτερική σύγκρουση στον Λεβάν, γεγονός που του προσδίδει και λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Η βία τον έχει διαβρώσει. Κάτι έχει χαλάσει μέσα του κι αυτό το κάτι τον οδηγεί στα τάγματα εφόδου. Αλλά ενώ συμβαίνει αυτό, ένα έντονο αίσθημα απόδρασης τον καταβάλλει. Το βέβαιο είναι ότι κατέληξε στη μήτρα του κακού, τη σχολή πυγμαχίας του νεοναζί Σαραντάκου, γιατί είχε ανάγκη να ανήκει κάπου. Εκεί που θα ήταν ορατός. Για να αισθανθεί συμβατός απέναντι σε μια κοινωνία που του είχε γυρίσει από νωρίς την πλάτη.
Θα καταφέρει να βρει το ουράνιο χέρι που θα ξεπλύνει τ’ ανομήματα της παλιάς του ζωής και να αναδυθεί μέσα από τα θολά νερά;
Αυτό ας το κρατήσουμε για να το ανακαλύψει ο αναγνώστης, καθώς θα ξετυλίγεται το νήμα της ιστορίας. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η ζωή του χαρακτηρίζεται από «μπες βγες» στη σκοτεινιά της Ακροδεξιάς. Αντίβαρο στην αγριότητα των πογκρόμ και στην ωμή βία αποδεικνύεται ο παππούς του. Τα απομεινάρια του παλιού τους κόσμου. Το Ρουστάβι, η μικρή βιομηχανική πόλη στη Γεωργία, μπορεί να δείχνει θαμπό και ρημαγμένο από το χρόνο, αλλά ρίχνει κατευναστικά τη σκιά του στην οικογένεια Πεχλιβανίδη. Ο Λεβάν το αντιλαμβάνεται αυτό. Και το βιώνει σαν μια πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό, η οποία μαίνεται μέσα του.
Πόσο δύσκολο ήταν να εμβαθύνετε στoυς χαρακτήρες των ηρώων σας δένοντας το παρελθόν με το παρόν τους;
Το παρελθόν μάς καθορίζει. Πολλές φορές ασυνείδητα, αλλά πάντως αφήνει τα σημάδια του στις ψυχές των ηρώων. Γι’ αυτό κι εγώ, στην προσπάθειά μου να καταλάβω τους ήρωές μου, ανατρέχω συχνά στα περασμένα. Αυτή η ανάγκη με οδήγησε στην Τιφλίδα κι έπειτα στο Ρουστάβι. Αναζήτησα τα πατήματά τους, τόσο στα σοβιετικά χρόνια όσο και στη ζωή που έζησαν πάνω από τα συντρίμμια του υπαρκτού σοσιαλισμού. Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρώ μια βυθοσκόπηση σε εκείνη την εποχή. Από το πρώτο μου μυθιστόρημα κιόλας, το «Hotel National», αναζητώ απαντήσεις – αν το «πείραμα» αυτό ήταν τελικά ουτοπία ή φενάκη. Στο «Μαύρο φλαμίνγκο» λοιπόν πιάνω το νήμα από εκεί και το αφήνω να με οδηγήσει στο σήμερα.
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑΣΑ «ΜΑΥΡΟ ΦΛΑΜΙΝΓΚΟ»
«Μαύρο φλαμίνγκο», μοναδικό στο είδος του, υπέροχος τίτλος. Μπορείτε να μας πείτε πώς συνδέεται με την ιστορία σας;
Το λέω και στο βιβλίο. Το μαύρο φλαμίνγκο, μοναδικό στο είδος του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αλυκή της Λάρνακας το 2015. Από τότε επιστρέφει κάθε χρόνο στο νησί. Από την αρχή μου κίνησε την περιέργεια. Οχι μόνο για την ποιητικότητα της παρουσίας του αλλά και για τους συμβολισμούς που εμπεριέχει αυτή την εικόνα. Ετσι φαντάστηκα τον Λεβάν: ένα μοναχικό παιδί, διαφορετικό, αποσυνάγωγο. Ο δρόμος του τελικά τον φέρνει στη λίμνη με τα φλαμίνγκο, σε ένα παιχνίδι της μοίρας. Αλλά ας μην πούμε καλύτερα περισσότερα γι’ αυτό, αφού σε αυτό το σημείο βρίσκεται και η κορύφωση της ιστορίας.