Η Οδηγία που αλλάζει τον τρόπο υπολογισμού των αυξήσεων για τον κατώτατο μισθό θα ενσωματωθεί σε νομοσχέδιο που σκοπεύει να καταθέσει στη Βουλή το υπουργείο Εργασίας το φθινόπωρο περί τα μέσα Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής, στο πόρισμα της αρμόδιας Επιτροπής που ετοιμάζει την ενσωμάτωση της κοινοτικής Οδηγίας στην εθνική νομοθεσία θα περιλαμβάνεται και ένα νέο σύστημα καθορισμού του ύψους του κατώτατου μισθού, το οποίο θα τεθεί πιθανότατα σε ισχύ από το 2027.
Το νέο αυτό σύστημα θα προσιδιάζει στον τύπο των αυξήσεων που εφαρμόζεται στις συντάξεις, ώστε η τελική πρόταση για την αύξηση του κατώτατου μισθού να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα τεκμηριωμένη και να στηρίζεται στις επιδόσεις της οικονομίας, στις αντοχές των επιχειρήσεων και τις ανάγκες των εργαζομένων, κυρίως στην τόνωση της αγοραστικής τους δύναμης.
Η αύξηση των συντάξεων για κάθε έτος από το 2023 και μετά, που ξαναδίνονται αυξήσεις στις συντάξεις, υπολογίζεται με βάση το ημιάθροισμα της ανάπτυξης και του πληθωρισμού του προηγούμενου έτους. Για παράδειγμα, το 2025 η αύξηση υπολογίζεται γύρω στο 2,5% με 2,6%, γιατί ο πληθωρισμός του 2024 αναμένεται να κινηθεί στο 3% και η ανάπτυξη στο 2,3%. Το ήμισυ του αθροίσματος των δύο μεγεθών δίνει το ποσοστό αύξησης των συντάξεων (1,5+1,15=2,6).
Κάτι ανάλογο εξετάζεται και στον μηχανισμό των αυξήσεων για τον κατώτατο μισθό, βάσει των παραμέτρων της κοινοτικής Οδηγίας.
Ενώ, λοιπόν, σήμερα η αύξηση του κατώτατου μισθού αποφασίζεται από την κυβέρνηση με βάση τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων και το πόρισμα του ΚΕΠΕ προς το υπουργείο Εργασίας, με το νέο σύστημα ο μισθός θα προκύπτει μέσα από έναν μαθηματικό τύπο αντίστοιχο με αυτόν που ισχύει για την αύξηση των συντάξεων.
Η πολιτική παρέμβαση στο επίπεδο των αυξήσεων δεν θα υπάρχει με τον νέο μηχανισμό ή τουλάχιστον θα περιοριστεί σημαντικά, καθώς η αύξηση θα προκύπτει σε μεγάλο βαθμό μέσα από αντικειμενικούς δείκτες της οικονομίας, τους οποίους δεν θα μπορούν να αμφισβητήσουν ούτε οι επιχειρήσεις ούτε οι εργαζόμενοι ούτε οι κυβερνήσεις.
Οι δείκτες που θα καθορίζουν την αύξηση του κατώτατου μισθού εξετάζεται να είναι ο πληθωρισμός, η ανεργία, η ανάπτυξη, η κερδοφορία των επιχειρήσεων, η φορολογία, τα ποσοστά απασχόλησης και οι μέσες αυξήσεις των μισθών για τους εργαζομένους που αμείβονται πάνω από τον κατώτατο μισθό.
Μετρήσεις ΕΛΣΤΑΤ
Ο κάθε δείκτης θα προκύπτει μέσα από επίσημες μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, ώστε να μην επιδέχονται αμφισβήτηση από τους κοινωνικούς εταίρους, και με βάση αυτούς τους δείκτες θα γίνονται ο διάλογος και η τελική πρόταση για την αύξηση του μισθού που θα καλείται να επικυρώσει και να νομοθετήσει η κυβέρνηση.
Με το ισχύον σύστημα λαμβάνονται μεν υπ’ όψιν παρόμοιοι δείκτες από τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά λείπουν ακόμη πολλά δεδομένα, όπως για παράδειγμα η επίπτωση του πληθωρισμού τροφίμων στην αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων, αλλά και η κερδοφορία των επιχειρήσεων που λείπει από τις προτάσεις των εργοδοτών. Ο τρόπος με τον οποίο οι αυξήσεις μισθών θα είναι ανάλογα με την κερδοφορία των επιχειρήσεων και βάσει του μέσου επιπέδου των αποδοχών όλων των εργαζομένων φέρνει το νέο πλαίσιο για την αύξηση των συλλογικών συμβάσεων που επεξεργάζεται το υπουργείο Εργασίας με αφορμή την κοινοτική Οδηγία για επαρκείς μισθούς με λιγότερους χαμηλά αμειβόμενους εργαζομένους.
Εργοδότες και εργαζόμενοι θα έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστες βάσεις δεδομένων και μέσα από στοιχεία που θα αντλούν για μισθούς, κερδοφορία και απασχόληση θα μπορούν να προσέρχονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θέτοντας η κάθε πλευρά ρεαλιστικά αιτήματα και επιδιώξεις.
Οι μεν εργοδότες δεν θα μπορούν να επικαλούνται έλλειψη κερδών όταν τα στοιχεία των ισολογισμών τους θα δείχνουν το αντίθετο, ενώ οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούν να ζητούν αυξήσεις μισθών που κινούνται έξω από την πραγματικότητα και πολύ πιο πάνω από το γενικό επίπεδο αποδοχών των εργαζομένων σε κλαδικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Με τον τρόπο αυτόν, όταν η κερδοφορία ενός κλάδου είναι υψηλή και θα αποτυπώνεται σε επίσημους δείκτες, δεν θα μπορούν οι επιχειρήσεις να επικαλούνται το αντίθετο για να αποφύγουν τις αυξήσεις μισθών.
Το διακύβευμα των επικείμενων παρεμβάσεων στους μισθούς είναι και η αύξηση του ποσοστού των συλλογικών συμβάσεων από το 30%, που είναι σήμερα, προς το 80%, που είναι ο στόχος που θέτει η κοινοτική Οδηγία, ώστε οι χαμηλόμισθοι να έχουν ένα δίχτυ ασφαλείας και να μην πέφτουν οι αποδοχές τους κάτω από ένα όριο.
Τα κράτη όπου το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι υψηλό τείνουν να έχουν μικρό ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων και υψηλούς κατώτατους μισθούς αναφέρει η Οδηγία επισημαίνοντας ότι «κάθε κράτος-μέλος με ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις κάτω του 80% θα πρέπει να θεσπίσει μέτρα με σκοπό την ενίσχυση των εν λόγω συλλογικών διαπραγματεύσεων».
ΠΙΘΑΝΩΣ ΘΑ ΞΕΠΕΡΑΣΕΙ ΚΑΙ ΤΑ 950 ΕΥΡΩ
Στις παρεμβάσεις που εξετάζονται δεν θα αλλάξει το σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού, ο οποίος θα παραμείνει στη δικαιοδοσία της εκάστοτε κυβέρνησης.
Εως το 2027 οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό θα καθορίζονται με το ισχύον σύστημα, δηλαδή με τη διαδικασία διαβούλευσης των κοινωνικών εταίρων μέσω προτάσεων και τελική απόφαση για το ποσοστό αύξησης από την κυβέρνηση.
Αν το νέο πλαίσιο οδηγήσει και σε αύξηση των συμβάσεων, τότε είναι πολύ πιθανό ο κατώτατος μισθός να ξεπεράσει τα 950 ευρώ, που έχει θέσει ως στόχο η κυβέρνηση έως την άνοιξη του 2027, και αντίστοιχα ο μέσος μισθός να κινηθεί πιο πάνω από τα 1.500 ευρώ.
Ο κατώτατος μισθός υπολείπεται κατά 120 ευρώ από τον στόχο των 950 ευρώ του 2027.
Αυτό σημαίνει ότι στα έτη 2025, 2026 και 2027 θα πρέπει να δοθούν μεσοσταθμικές αυξήσεις της τάξης των 40 ευρώ ετησίως, ώστε από τα 830 ευρώ, που είναι σήμερα ο κατώτατος μισθός, να διαμορφωθεί στα 870 ευρώ την άνοιξη του 2025, στα 910 ευρώ το 2026 και στα 950 ευρώ το 2027.
Το ποσοστό των αυξήσεων για τα επόμενα έτη με βάση τα 40 ευρώ ετησίως θα είναι γύρω στο 4,5% με 5%.
Ωστόσο, τίποτε δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να υπάρξει υπέρβαση των 950 ευρώ στον κατώτατο μισθό, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι για παράδειγμα το 2023 η Στατιστική Αρχή έδειξε μέση αύξηση των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα κατά 5,7%, ενώ η «συντηρητική» στις προβλέψεις της Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία της έκθεση κάνει λόγο για αυξήσεις 5% στα επόμενα έτη.