Το «προεκλογικό» Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης συντάχθηκε με βάση τις υποχρεώσεις της χώρας όχι μέχρι το τέλος των εκλογών αλλά μέχρι και το τέλος του 2026. Συνεπώς έλαβε υπόψη τέσσερις κρίσιμες παραμέτρους:
1 Την ανάγκη ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο 2023. Το κρίσιμο αυτό βήμα για την οικονομία αλλά και την κοινωνία προϋποθέτει εκτός από τη συνέχιση της θετικής ανάπτυξης συνετή δημοσιονομική πολιτική που θα έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση του χρέους με την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων.
2 Την ανάγκη διορθώσεων σε ό,τι αφορά τη βαριά φορολόγηση και το πάγωμα των εισοδημάτων που επέβαλε η πολυετής οικονομική κρίση.
3 Το δεδομένο ότι η οικονομία θα έχει θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη τουλάχιστον έως το τέλος του 2026.
4 Τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα επανέλθουν από το 2024 και τους περιορισμούς που θα υπάρχουν σε ό,τι αφορά την επίτευξη ετήσιων στόχων για τις δαπάνες και της σταθερής μείωσης του χρέους.
«Αέρας» 5,5 δισ. ευρώ
Ειδικότερα, το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ για φέτος αλλά όπως διευκρινίζεται, ο στόχος παραμένει στο 0,7% ου ΑΕΠ. Αυτό από μόνο του δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο 880 εκατ. ευρώ για το 2023 που δεν αναφέρεται πώς θα διατεθεί. Το 2024 προβλέπεται πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ, το 2025 2,3% του ΑΕΠ και το 2026 πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ. Σε γενικές γραμμές τονίζεται ότι ο στόχος είναι από το 2024 μέχρι και το 2026 να έχουμε σε μέση ετήσια βάση πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ. Συνεπώς, με βάση τις προβλέψεις του υπ. Οικονομικών, θα υπάρχει για το διάστημα 2023-2026 διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος 1,3% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 2,86 δισ. ευρώ.
Το ότι οι προβλέψεις αυτές είναι εξαιρετικά συντηρητικές με στόχο να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι το αποδεικνύουν οι εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες δημοσιεύτηκαν τη Δευτέρα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι για φέτος η Ελλάδα θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα 1,9% του ΑΕΠ το οποίο θα φτάσει το 2024 στο 2,5% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει μόνο για το 2023 και το 2024, για το οποίο κάνει πρόβλεψη, δημοσιονομικό χώρο μεγαλύτερο κατά 0,8% το 2023 και 0,4% για το 2024. Συνολικά για τη διετία ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος φτάνει το 1,2% του ΑΕΠ, δηλαδή 2,64 δισ. ευρώ. Αν στο ποσό αυτό προστεθεί ο δημοσιονομικός χώρος που προβλέπεται για το σύνολο της τετραετίας, φτάνουμε αισίως τα 5,5 δισ. ευρώ.
Οριζόντια μείωση συντελεστών ΦΠΑ από το 2025
Μέχρι στιγμής το οικονομικό επιτελείο έχει ανακοινώσει μέτρα το κόστος των οποίων φτάνει περίπου τα 2 δισ. ευρώ. Τα πιο ακριβά θα είναι οι αυξήσεις που προετοιμάζονται για το Δημόσιο και η περαιτέρω μείωση ασφαλιστικών εισφορών κατά 1%. Ειδικότερα, το νέο μισθολόγιο στο Δημόσιο, οι αυξήσεις των συντάξεων, το πρόσθετο αφορολόγητο των 10.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος μέχρι και το 2026. Το κόστος αυτών των μέτρων είναι 1,3 δισ. ευρώ το 2024, 2 δισ. ευρώ το 2025, 2,5 δισ. ευρώ το 2026 και 3,3 δισ. ευρώ το 2027.
Ωστόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε δηλώσεις του έχει αφήσει ανοιχτό το θέμα της οριζόντιας μείωσης των συντελεστών ΦΠΑ. Το θέμα ήταν μέρος του προγράμματος της Ν.Δ. το 2019 αλλά δεν εφαρμόστηκε λόγω του κόστους των μέτρων στήριξης των διαδοχικών κρίσεων του κορονοϊού και της ενεργειακής κρίσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η οριζόντια μείωση κατά 1% είτε του βασικού (24%) είτε του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ (13%) κοστίζει περίπου 1 δισ. ευρώ. Για αυτό ο κ. Μητσοτάκης τοποθέτησε χρονικά μια ενδεχόμενη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ στα μέσα τις επόμενης τετραετίας, δηλαδή από το 2025 και μετά. Τούτο, αφού μέχρι τότε το λεγόμενο κενό ΦΠΑ θα έχει περιοριστεί στο 10% λόγω της περαιτέρω αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της αύξησης της φορολογικής συμμόρφωσης πολιτών και επιχειρήσεων. Περίπου σε αυτό το χρονικό σημείο τοποθετείται και η μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης κατά 30%.
Στα μέτρα που δεν ανακοινώθηκαν είναι η μείωση της φορολογίας των νομικών προσώπων από 22% σε 20% αλλά και μια νέα, κοινή, πιο δίκαιη φορολογική κλίμακα για μισθωτούς και ελεύθερους επαγγελματίες.