Πολιτικός με όραμα και αντιστασιακό παρελθόν, ο Παύλος Μπακογιάννης μετά την πτώση της χούντας εργάστηκε σκληρά για την εθνική συμφιλίωση, την πολιτική συναίνεση και την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών. Ηπιων τόνων και από τις πιο ενωτικές φωνές στον πολιτικό στίβο υπήρξε εισηγητής του νομοσχεδίου για την απάλειψη των συνεπειών του Εμφυλίου, ώστε η χώρα να περάσει μπροστά, χωρίς διχαστικούς λόγους.
Σαν σήμερα, το πρωί (07:58) της 26ης Σεπτεμβρίου του 1989, ο Παύλος Μπακογιάννης, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και γαμπρός του προέδρου του κόμματος, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, δολοφονείται από την τρομοκρατική οργάνωση «17Ν».
Λαϊκή οργή
Η δολοφονία του -η πρώτη και μοναδική Ελληνα πολιτικού από τη «17Ν»- προκάλεσε την οργή της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, «σημάδεψε» το πολιτικό σύστημα σε μια περίοδο που το κλίμα ήταν ιδιαίτερα «τοξικό», καθώς στη δημόσια σφαίρα βρισκόταν η έναρξη της διαδικασίας παραπομπής πολιτικών για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Ο Παύλος Μπακογιάννης εκτελείται εν ψυχρώ από τρεις ενόπλους (το 2003 για τη δολοφονία καταδικάστηκαν οι Δ. Κουφοντίνας, Ηρ. Κωστάρης, Αλ. Γιωτόπουλος, Σ. Ξηρός, Β. Τζωρτζάτος) στην είσοδο του γραφείου του στην οδό Ομήρου στο Κολωνάκι. Εκεί βρισκόταν μόνος του (είχε πει στον αστυνομικό συνοδό του να μείνει στο σπίτι του για να ξεκουραστεί), καθώς το προηγούμενο βράδυ είχε συναντηθεί με στελέχη του Συνασπισμού στα γραφεία του εν λόγω κόμματος.
Οι εκτελεστές του, οι οποίοι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ήταν μεταμφιεσμένοι, εμφανίστηκαν μπροστά του και τον πυροβόλησαν, ένα από τα όπλα ήταν το περίφημο 45άρι «σφραγίδα» της οργάνωσης, που είχε χρησιμοποιηθεί, επίσης, σε άλλες έξι δολοφονίες.
Αμέσως μετά εξαφανίστηκαν, με την Αστυνομία να εξαπολύει κυνηγητό για τον εντοπισμό τους. «Ακουσα τις πιστολιές και σκέφτηκα: Φάγανε τον Παύλο», δήλωσε τότε ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες. «Οι δράστες έφυγαν κανονικά, σαν να κουβέντιαζαν εμπορικές υποθέσεις καθώς προχωρούσαν».
Ο Παύλος Μπακογιάννης μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό» και λίγη ώρα μετά κατέληξε.
Προκήρυξη
Την ευθύνη της επίθεσης ανέλαβε η «17Ν» με μια δωδεκασέλιδη προκήρυξη με τίτλο «Αρχισε η κάθαρση».
Μεταξύ άλλων, οι τρομοκράτες ανέφεραν: «Η Νέα Δημοκρατία και ο Συνασπισμός εξαπάτησαν και εξαπατούν χυδαία τον λαό, αφού οδηγούν με τη στάση τους στην παραγραφή των εγκλημάτων, χωρίς να κρατάνε τα προσχήματα», ενώ κατονόμαζαν, ως συνυπεύθυνους (μαζί με τον Μπακογιάννη) του σκανδάλου Κοσκωτά, τους Παπανδρέου, Κουτσόγιωργα, Πέτσο, Ρουμελιώτη και Χαλικιά.
Ο άδικος χαμός του Μπακογιάννη συγκλόνισε το ελληνικό Κοινοβούλιο. Συναισθηματικά φορτισμένος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, από τα έδρανα της Βουλής σε μια ιστορική ομιλία, είπε: «Είναι μία πολιτική δολοφονία που προστίθεται σε μια μακρά αλυσίδα δολοφονιών που προηγήθηκαν. Αποτελεί σκληρό πλήγμα για τη Νέα Δημοκρατία. Και αποτελεί δεινή δοκιμασία για μένα και την οικογένειά μου. Πρέπει όμως αυτήν την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας να σταθούμε όλοι μας όρθιοι. Να προστατέψουμε τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της. Σε ό,τι με αφορά, εγώ μία ευχή έχω να εκφράσω. Να είναι το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη το τελευταίο αίμα που χύνεται άδικα σε αυτόν τον τόπο».
Στόχος των δολοφόνων ήταν «να μπει ένα εμπόδιο στο νέο ξεκίνημα που έγινε στη χώρα μας στις 2 Ιουλίου», σημείωσε στον επικήδειό του στη Μητρόπολη Αθηνών ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης συνεργασίας, Τζαννής Τζανετάκης.
Εκατοντάδες είχαν συγκεντρωθεί έξω από τον καθεδρικό ναό των Αθηνών για να αποχαιρετήσουν τον Ευρυτάνα βουλευτή. Η ταφή του έγινε στο Καρπενήσι, με πλήθος κόσμου να καταδικάζει με συνθήματα τη δράση των τρομοκρατών. Ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας αγαπούσε την πατρίδα του, την Ευρυτανία. Μάλιστα, είχε καταρτίσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης, το οποίο είχε υποβάλει στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ το πρώτο του βιβλίο είχε τίτλο: «Η Ευρυτανία και οι οικονομικές της δυνατότητες» (Αθήνα, 1960).
Οι σπουδές, ο αντιδικτατορικός αγώνας και ο γάμος με την Ντόρα
Ο Παύλος Μπακογιάννης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1935 στο χωριό Βελωτά της Ευρυτανίας.
Αποφοίτησε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο και τη Σχολή Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, ενώ έλαβε πτυχίο Πολιτικής Οικονομίας και Πολιτικών Επιστημών από τα Πανεπιστήμια Μονάχου, Τίμπινγκεν και Κωνσταντίας (Konstanz).
Στην πορεία του διακρίνεται και ο αγώνας του ενάντια στη δικτατορία. Από τη θέση του διευθυντή του ελληνικού προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, αντιτάχθηκε στο δικτατορικό καθεστώς και έκανε εκπομπές με σχόλια και ειδήσεις που αναμεταδίδονταν και από την «Deutsche Welle» και πολύ γρήγορα έγιναν σημείο αναφοράς κατά της χούντας.
Στο Μόναχο γνώρισε την Ντόρα Μητσοτάκη, κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης, την οποία παντρεύτηκε το 1974. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά, την Αλεξία και τον Κώστα.
Στην Ελλάδα επέστρεψε με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το 1974. Εργάσθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» και το 1982 ανέλαβε εκδότης – διευθυντής του εβδομαδιαίου περιοδικού «ΕΝΑ» έως τον Φεβρουάριο του 1985. Επί τέσσερα χρόνια (Νοέμβριος του 1985 έως και Σεπτέμβριος του 1989) διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Κων/νου Μητσοτάκη. Τον Ιούνιο του 1989 εκλέχθηκε βουλευτής της μονοεδρικής Περιφέρειας Ευρυτανίας. Ακολούθησε η κυβέρνηση Τζαννετάκη, στον σχηματισμό της οποίας έλαβε ενεργό ρόλο, ως διαπραγματευτής μεταξύ του κόμματός του και του Συνασπισμού.
«Η τρομοκρατία δεν άντεχε τη συμφιλίωση Δεξιάς – Αριστεράς»
«Ο Παύλος δεν φυλαγόταν, διότι στην αντίληψή του δεν ταίριαζε η φύλαξη. Αυτό ήταν λάθος». Αυτή ήταν η απάντηση που είχε δώσει η Ντόρα Μπακογιάννη στη δίκη της «17 Νοέμβρη», στο ερώτημα των δικαστών, γιατί ο Παύλος Μπακογιάννης δεν χρησιμοποιούσε φύλαξη, παρά το γεγονός ότι ήταν πρωτοκλασάτο πολιτικό στέλεχος.
«Δεν είναι λάθος. Οποιος φοβάται πεθαίνει κάθε μέρα. Οποιος δεν φοβάται πεθαίνει μία φορά» ήταν η απάντηση του προέδρου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, Μιχάλη Μαργαρίτη. Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη ήταν, αναμφίβολα, ένα από τα εγκλήματα που οργάνωσε η «17 Νοέμβρη» που συγκλόνισαν το πανελλήνιο, ίσως όσο καμία άλλη.
Οι ποινές
Πέντε κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν για τη δολοφονία του, το πρωί της 26ης Σεπτεμβρίου 1989, στην είσοδο του πολιτικού του γραφείου, στην οδό Ομήρου. Το δικαστήριο επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης στον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο ως ηθικό αυτουργό και «ενορχηστρωτή» της δολοφονίας, ενώ η ποινή των ισοβίων επιβλήθηκε, επίσης, στον Δημήτρη Κουφοντίνα και στον Ηρακλή Κωστάρη, ως φυσικούς αυτουργούς. Ως απλοί συνεργοί καταδικάστηκαν οι Σάββας Ξηρός και Βασίλης Τζωρτζάτος.
Από τους πέντε καταδικασθέντες για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, στη φυλακή παραμένουν οι τέσσερις – όλοι τους, ωστόσο, ετοιμάζουν αίτηση αποφυλάκισης, έχοντας συμπληρώσει τα απαιτούμενα χρόνια κράτησης που απαιτεί ο νόμος. Ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος εκτίει ποινή 17 φορών ισόβιας κάθειρξης, ως ο αρχηγός της οργάνωσης και ηθικός αυτουργός όλων των δολοφονιών που πραγματοποίησε η «17 Νοέμβρη», εκτός από αυτές που είχαν παραγραφεί.
» Ο Δημήτρης Κουφοντίνας εκτίει ποινή εντεκάκις ισόβιας κάθειρξης και έχει απασχολήσει πολλές φορές την επικαιρότητα, αρχικά με το ζήτημα των αδειών που είχε λάβει από τις φυλακές και πιο πρόσφατα με την πολυήμερη απεργία πείνας που πραγματοποίησε, ζητώντας να μεταχθεί στις Φυλακές Κορυδαλλού, αντί για τον Δομοκό.
» Ο Σάββας Ξηρός παραμένει, επίσης, κρατούμενος, εκτίοντας ποινή πέντε φορές ισοβίων: Οι δικαστικές Αρχές τού είχαν δώσει εδώ και χρόνια το δικαίωμα να αποφυλακιστεί φορώντας συσκευή γεωεντοπισμού (το λεγόμενο «βραχιολάκι»), λόγω των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, κάτι όμως που ο ίδιος είχε αρνηθεί.
» Ο Βασίλης Τζωρτζάτος, επίσης, κρατείται στις φυλακές, με τα δικαστήρια να έχουν επιβάλει ποινή τετράκις ισόβια: Τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι καταδικασθέντες για τη δολοφονία Μπακογιάννη ετοιμάζονται να ζητήσουν την αποφυλάκισή τους, μετά τη συμπλήρωση 19 ετών κράτησης.
» Ο μοναδικός που έχει αποφυλακιστεί από τους καταδικασθέντες για τη δολοφονία Μπακογιάννη είναι ο Ηρακλής Κωστάρης: Οι Αρχές έκαναν δεκτό το αίτημα αποφυλάκισης του «Χάρη» της «17Ν» (όπως ήταν το ψευδώνυμό του στην οργάνωση) τον περασμένο Ιούλιο. Ο Ηρ. Κωστάρης, κατά την απόφαση του δικαστηρίου, ήταν ο ένας από τους δύο συναυτουργούς της δολοφονίας Μπακογιάννη. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή ήταν η μόνη δολοφονία στην οποία ενεπλάκη. Το δικαστήριο του επέβαλε τη μικρότερη ποινή από όλους τους εμπλεκομένους (1 φορά ισόβια) και έτσι η πόρτα της φυλακής άνοιξε πρώτη για αυτόν…
Το κίνητρο
Ερωτηθείσα για το κίνητρο της δολοφονίας, η Ντόρα Μπακογιάννη, καταθέτοντας ως μάρτυρας στη δίκη, απάντησε πως, κατά τη γνώμη της, υπήρχαν δύο ενδεχόμενα: «Το ένα είναι ότι υπήρχε η πληροφόρηση ότι ο Μπακογιάννης ήταν κοντά στο να ανακαλύψει τα μέλη της “17 Νοέμβρη”. Εγώ κατέθεσα ότι έψαχνε το θέμα, διότι αυτό ήταν το μόνο πράγμα που μου είχε πει, δεν μου είχε πει τίποτα παραπάνω. Το δεύτερο ενδεχόμενο ήταν ότι δεν άντεχε η τρομοκρατία τη λογική της συμφιλίωσης, κ. Πρόεδρε, δεν άντεχε η τρομοκρατία τη λογική της συμφιλίωσης της Δεξιάς με την Αριστερά, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν ζήσει τον πόνο του Εμφυλίου, αυτοί οι άνθρωποι ενδεχομένως δεν ξέρανε καν τι θα πει να είναι μοιρασμένα χωριά, να είναι μοιρασμένες οικογένειες, να τρέχει αίμα από κάθε μεριά».
Η κ. Μπακογιάννη είχε ερωτηθεί και εάν η πολιτική διαφωνία των δραστών με τον Π. Μπακογιάννη δικαιολογεί τη θανάτωσή του. Η απάντησή της ήταν: «Εγώ που σας μιλώ, κ. Πρόεδρε, ψήφισα κατά της ποινής του θανάτου, δηλαδή υπέρ της κατάργησής της. Με είχαν ρωτήσει τότε “εάν έρθουν και συλληφθούν οι τρομοκράτες αύριο το πρωί οι οποίοι δολοφόνησαν τον Μπακογιάννη, θα θέλατε να έχει καταργηθεί η ποινή του θανάτου;” και απάντησα “ναι, διότι πιστεύω ότι, εάν πάνε φυλακή για το υπόλοιπο του βίου τους, φθάνει και περισσεύει. Δεν θα απαρνηθώ εγώ ή ο Μπακογιάννης ή αύριο τα παιδιά μου τις δικές μας αξίες, επειδή κάποιος τις πολέμησε με τον τρόπο που τις πολέμησε”».