Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστότερος ως Νικηταράς ο Τουρκοφάγος γεννήθηκε το 1781 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα των Πισινών Χωριών του Μυστρά (σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας, στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Καλαμάτας).
Νικηταράς ο Τουρκοφάγος: Πέθανε αγνοημένος και πάμφτωχος «με άδεια επαιτείας»
Ήταν γιος του κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα και της Σοφίας Καρούτσου, αδελφής της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Νικηταράς από 11 χρονών πολεμούσε μαζί με τον πατέρα του.
Η ανδρεία και τα σωματικά του προσόντα τον οδήγησαν το 1805 στη ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο. Εκεί εντάχθηκε στο ρωσικό τάγμα, που πολέμησε τον Ναπολέοντα στην Ιταλία. Αργότερα, επέστρεψε στη Ζάκυνθο για να υπηρετήσει αυτή τη φορά τους Γάλλους, που είχαν καταλάβει το νησί.
Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα συνέβαλε στην προετοιμασία του Εθνικού Ξεσηκωμού.
Νικηταράς ο Τουρκοφάγος: Η μάχη των Δολιανών
Με την έκρηξη της επανάστασης, μαζί με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς μπήκε στην Καλαμάτα, στις 23 του Μάρτη του 1821.
Στις 12-13 του Μάη επικεφαλής 800 ανδρών συμμετείχε στην νικηφόρα μάχη στο Βαλτέτσι.
Στις 18 Μαΐου του 1821 και ενώ κατευθυνόταν προς το Ναύπλιο με μόλις 200 άντρες, αντιμετώπισε στα Δολιανά ισχυρή Τουρκική δύναμη 2.000 ανδρών υπό τον Κεχαγιάμπεη, υποστηριζόμενη και από πυροβόλα.
Κατάφερε να τους προξενήσει τεράστια καταστροφή και σχεδόν να τους αποδεκατίσει. Έντρομοι οι Τούρκοι σκορπίστηκαν στις γύρω ρεματιές για να γλυτώσουν, εγκαταλείποντας τα ζώα και τα πυροβόλα τους στα χέρια των Ελλήνων.
Γι’ αυτόν τον πραγματικό του άθλο, οι συμπολεμιστές του τον ονόμασαν «Τουρκοφάγο».
Τη νικηφόρα μάχη ύμνησε με στίχους του ο Παναγιώτης Κάλας ή Τσοπανάκος. Ήταν λαϊκός ποιητής από τη Δημητσάνα, ο οποίος έδρασε κατά τον αγώνα του 1821 και ήταν στενός φίλος του Νικηταρά, ακολουθώντας τον συχνά στις μάχες του.
Οι στίχοι ήταν οι παρακάτω:
Η Μάχη των Δολιανών
ή ο Στρατηγός Νικηταράς
Πάλιν άρχισ’ ο πόλεμος,
Και των Τούρκων ο όλεθρος.
Και στα Δολιανά ένας κρότος
Που ερράγησεν ο τόπος.
Ω ήρωα Νικηταρά!
Το αίμα των Τούρκων βοά,
Για να παύσης το σπαθί σου
Την Ελληνικήν ορμή σου.
Μ’ ογδόντα άνδρας κλείσθηκες,
Τούρκους δεν εφοβήθηκες.
Τρεις χιλιάδας δεν τρομάζεις,
Ως τον Λεωνίδα κράζεις.
Πατρίδα να τιμήσωμεν,
Κι όλοι μιαν ώρ’ ας ζήσωμεν,
Ήλθεν ο καιρός της δόξης,
Την εκδίκησιν να δώσης,
Βάνει τους Τούρκους έμπροστά,
Σαν τσοπάνος τα τραγιά,
Τους επήρε δυο πυργέλες
και όλους τους τζεπιχανέδες*.
* τζεπιχανέδες = λάφυρα
Νικηταράς ο Τουρκοφάγος: Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη
Στις 26 Ιουλίου 1822 στα στενά των Δερβενακίων, κοντά στη Νεμέα, οι Τούρκοι υπέστησαν δεινή ήττα, χάνοντας πάνω από 3.000 άνδρες.
Η Μάχη στα Δερβενάκια: Μία από τις σημαντικότερες μάχες του αγώνα της Ανεξαρτησίας, στην οποία διαφάνηκε η στρατηγική ιδιοφυΐα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Στη μάχη διακρίθηκε ιδιαιτέρως ο Νικηταράς, μάλιστα η ορμητικότητα του ήταν τόσο μεγάλη που έσπασε τρία σπαθιά ενώ το τέταρτο κόλλησε στο χέρι του, καθώς έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε ιατρική βοήθεια για να ανοίξει.
Όταν τελείωσε η μάχη, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα. Αναζήτησαν τον στρατηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους είπε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη».
Η ανιδιοτέλεια του ανδρός φάνηκε για μία ακόμη φορά, όταν από το πλήθος των λαφύρων της μάχης πείστηκε να δεχθεί ένα πανάκριβο σπαθί, το οποίο αργότερα προσέφερε στον έρανο για την ενίσχυση του Μεσολογγίου.
Τίμιος και ανιδιοτελής, από την αρχή της επανάστασης βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή στο πλευρό του θείου του, Κολοκοτρώνη
Ένας έντιμος και πιστός επαναστάτης
Μέχρι το τέλος του Αγώνα ο Νικηταράς ήταν στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας είτε στην Πελοπόννησο είτε στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, όπου συνεργάστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γεώργιο Καραΐσκάκη.
Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και ήταν από τους λίγους αρχηγούς που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διανομή των λαφύρων.
Διακρίθηκε στη Μάχη του Αγιονορίου (26-28 Ιουλίου 1822), που αποτελείωσε τη στρατιά του Δράμαλη δύο μέρες μετά τη Μάχη στα Δερβανάκια.
Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου τάχθηκε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, αλλά φρόντισε πάντα να επιδιώκει τον συμβιβασμό και τη συνεννόηση.
Μετά την Επανάσταση
Μετά την Απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια κι έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Κυβερνήτη. Πήρε μέρος στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου.
Επί Όθωνος περιέπεσε σε δυσμένεια, επειδή υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε το 1839 ως αρχηγός συνωμοτικής ομάδας. Τα βασανιστήρια που πέρασε στη φυλακή ήταν φρικτά.
Στη δίκη του (11 Σεπτεμβρίου 1840), αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων.
Εντούτοις, η κράτησή του παρατάθηκε με αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη η υγεία του.
Αποφυλακίστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1841
Το άδοξο τέλος
Όταν αποφυλακίστηκε ο Νικηταράς, η υγεία του ήταν εξασθενημένη από τα βασανιστήρια που υπέστη κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του.
Έπασχε από διαβήτη χωρίς να το γνωρίζει, με αποτέλεσμα να χάσει σε μεγάλο βαθμό την όρασή του.
Του χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας», στον χώρο όπου υπάρχει σήμερα ο ναός της Ευαγγελίστριας, κάθε Παρασκευή.
Το 1843, όταν ο Βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει Σύνταγμα στην Ελλάδα του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη.
Πέθανε τυφλός και πάμπτωχος στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 62 ετών.
Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα από τον θείο του, Θ. Κολοκοτρώνη, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Σήμερα δυστυχώς ο τάφος του αγνοείται…
Όταν τον ρώτησε ο βιογράφος του, Γεώργιος Τερτσέτης γιατί έμεινε φτωχός και δεν πήρε ποτέ του λάφυρα από τις μάχες, ο Νικηταράς απάντησε: «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω!»
Οποιοσδήποτε επίλογος στην παρουσίαση της ηρωικής και αναμφίβολα ευγενούς αυτής προσωπικότητας, θα ήταν φτωχός στο να περιγράψει όσα η επισκόπηση του βίου του μας έδειξε.
Ο Νικηταράς, ήρωας εντός και εκτός πεδίου μάχης, έως την τελευταία στιγμή αντιμετωπίζει την Πατρίδα ως ύψιστο ιδανικό. Ποτέ δε ζητά να λάβει από αυτήν υλική ανταμοιβή για όσα έπραξε, ούτε την ταυτίζει με τις εκάστοτε ηγεσίες, παραπονούμενος για την κατάσταση στην οποία περιήλθε.
Η έγνοια του είναι μόνο η Ελλάδα και πώς αυτή θα γίνει ανεξάρτητη από ξένους παράγοντες.
Ειδήσεις σήμερα
Τουρκικά παιχνίδια με το μειονοτικό σχολείο στη Ξάνθη