Εννέα μήνες μετά το αποτρόπαιο συμβάν, ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, Βλάσης Αθανασίου, με πρότασή του προς το Δικαστικό Συμβούλιο ζητά να παραπεμφθούν ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου ο πλοίαρχος, o υποπλοίαρχος, ο ύπαρχος και ένας ναύκληρος, που αντιμετωπίζουν κατά περίπτωση τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της συνδρομής στο ίδιο αδίκημα, της διατάραξης της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας από την οποία θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος ζωής και στεγανότητας του πλοίου, της υπόθαλψης κατά συρροήν.
Το συμβάν
Η εισαγγελική πρόταση, που παρουσιάζει ο «Ε.Τ.» της Κυριακής και αριθμεί 30 σελίδες, περιγράφει τα 15 δραματικά δευτερόλεπτα που οδήγησαν στον θάνατο τον Αντώνη Καργιώτη, με τον εισαγγελικό λειτουργό να αντικρούει στη συνέχεια όλους τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων. «Το επίδικο συμβάν επί του πλοίου ξεκίνησε επακριβώς 21.13.10 όταν ο Αντώνιος Καργιώτης ανέβηκε τρέχοντας στον καταπέλτη και έληξε την ώρα 21.13.25 με τη ρίψη του θύματος στη θάλασσα.
Περί την ώρα 21.13 ενόσω η ράμπα δεν είχε ακόμη ανελκυσθεί, αλλά εφαπτόταν στην προβλήτα του λιμένα και ενώ το πλοίο ήταν έτοιμο προς αναχώρηση, αφού μάλιστα είχαν τεθεί σε λειτουργία οι μηχανές του, ο κατηγορούμενος ύπαρχος και ο κατηγορούμενος ναύκληρος αντιλήφθηκαν να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος τους ο Αντώνιος Καργιώτης».
Οπως περιγράφεται στην πρόταση, ο Καργιώτης είχε προμηθευτεί εισιτήριο για να ταξιδέψει με το πλοίο, και μάλιστα λίγο νωρίτερα είχε επιβιβασθεί στο καράβι, αλλά κάποια λεπτά αργότερα βγήκε ξανά εκτός και καθόταν στη δεξιά μπίντα πρόσδεσης του κάβου. Ο άτυχος άνδρας, όταν αντιλήφθηκε πως το πλοίο επρόκειτο να αναχωρήσει, έτρεξε και κατάφερε μ’ ένα πήδημα να ανέβει στη ράμπα επιβίβασης οχημάτων.
«Τότε ο ναύκληρος τον εμπόδισε με το σώμα του να εισέλθει στο πλοίο, οπότε επενέβη και ο ύπαρχος και από κοινού άρχισαν να τον τραβούν προς την προβλήτα. Αμέσως ο Αντώνιος Καργιώτης επιχείρησε να ανέβει ξανά στον καταπέλτη, οπότε ο ύπαρχος άρχισε να τον εξωθεί, σπρώχνοντάς τον και τραβώντας τον με τα χέρια του προς την προβλήτα, φωνάζοντάς του “έξω, ρε”, ενώ από την πλευρά του ο Αντώνιος Καργιώτης επανερχόταν επανειλημμένως σε μία διαρκή προσπάθεια να επιβιβασθεί. Οπως ειδικότερα προκύπτει από την επισκόπηση του βιντεοληπτικού υλικού, οι αρχικές απωθήσεις έλαβαν χώρα ενόσω ο καταπέλτης εξακολουθούσε να εφάπτεται στην προβλήτα και είχε οριστικά απομακρυνθεί».
Στο κενό
Ωστόσο, η τρίτη απώθηση του Αντώνη Καργιώτη από τον ύπαρχο έμελλε να είναι καταλυτική για τη ζωή του, αφού, όπως περιγράφει ο εισαγγελέας, «εξαιτίας της ασκηθείσας σε βάρος του σωματικής βίας, έπεσε στο κενό, το οποίο δημιουργήθηκε από την κίνηση του πλοίου μεταξύ της προβλήτας και του καταπέλτη, ο οποίος δεν είχε ακόμα ανελκυσθεί και ασφαλισθεί, και βρέθηκε στη θάλασσα στο σημείο όπου αναδεύονταν τα ύδατα μπροστά από τις μηχανές του πλοίου».
Ο άτυχος Αντώνης -όπως αναφέρεται- προσπαθεί να μείνει στην επιφάνεια της θάλασσας, αλλά, εξαιτίας των μηχανών και της ανάδευσης των νερών, δεν μπορεί. «Καθώς το πλοίο απομακρυνόταν από την προβλήτα ο ύπαρχος παρέμεινε στην άκρη του καταπέλτη και παρατηρούσε το θύμα που αδυνατούσε να επιπλεύσει και παρά ταύτα έδωσε έγκριση για άμεση αναχώρηση του πλοίου, χωρίς να γίνουν οι ενδεδειγμένες ενέργειες για τη διάσωση του Αντώνη Καργιώτη, φωνάζοντας μάλιστα στο VHF “Ελα, φεύγουμε! Φεύγουμε! Πάμε”», περιγράφεται στην εισαγγελική πρόταση, με το περιστατικό να επιβεβαιώνεται ακριβώς από 7 μάρτυρες, επιβάτες του πλοίου.
Ηταν 21.40 όταν ανασύρθηκε χωρίς αισθήσεις ο 36χρονος, που, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, είχε κακώσεις στο κεφάλι, οι οποίες καθιστούν «σφόδρα πιθανό το ενδεχόμενο κατά την πτώση στη θάλασσα να χτύπησε είτε στην προβλήτα είτε στον καταπέλτη». Μάλιστα, ο εισαγγελικός λειτουργός τονίζει ότι υπάρχει η μαρτυρική κατάθεση της Ε.Κ., η οποία υποστηρίζει ότι «είδα έναν άνθρωπο μέσα στο νερό να σηκώνει τα χέρια του σαν να προσπαθούσε να βγει», γεγονός που αποδεικνύει ότι ήταν ζωντανός πέφτοντας από το καράβι.
Συνομιλίες
Ο κ. Αθανασίου στην πρότασή του προς το Συμβούλιο υπογραμμίζει πως όχι μόνο δεν σταμάτησαν οι μηχανές αλλά κανείς από το πλήρωμα δεν έριξε σωσίβιο στη θάλασσα και το πλοίο αναχώρησε κανονικά από τον Πειραιά. Απόδειξη αποτελούν οι απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες που προκαλούν ανατριχίλα, αφού προκύπτει πως στις 21.13.13 ο πλοίαρχος δίνει εντολή να μειώσει ταχύτητα το καράβι λέγοντας «Μισό! Μισό!», στις 21.13.23 λέει «Τι έγινε;», στις 21.13.29 (δηλαδή σε χρόνο που ήδη το θύμα βρισκόταν στη θάλασσα) φωνάζει «Ρε, πάτε καλά ρε; Ρε, δεν πάτε καλά», στις 21.13.34 δίνει εντολή για να μειώσει ταχύτητα το πλοίο λέγοντας «Αργά! Αργά!», στις 21.13.40 ακούγεται ο ύπαρχος να φωνάζει «Κάπτεεεεεν» και απαντώντας ο πλοίαρχος λέει «Το βλέπω, το είδα» και, τέλος, στις 21.13.43 δίνει εντολή για ακόμα μικρότερη ταχύτητα λέγοντας «Πολύ αργά».
Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΚΑΤΑΚΕΡΑΥΝΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ
Για τον ύπαρχο: «Σε ουδεμία σωστική ενέργεια δεν προέβη»
Ο ύπαρχος στην απολογία του ισχυρίστηκε πως όφειλε να εμποδίσει την επιβίβαση του θύματος, αφού απαγορεύεται η επιβίβαση επιβατών την ώρα του απόπλου, ενώ δήλωσε πως αιφνιδιάστηκε από την επίμονη προσπάθεια του Αντώνη Καργιώτη. Ο ίδιος αναφέρει ότι τον απώθησε δύο φορές, όμως την τρίτη φορά δεν τον ακούμπησε, παρά μόνο εμπόδισε την είσοδό του με το σώμα του και τότε το θύμα έχασε την ισορροπία του και έπεσε στη θάλασσα. Μόλις αντιλήφθηκε την πτώση του θύματος, υποστήριξε πως ενημέρωσε για το συμβάν τον πλοίαρχο, αρνούμενος ότι είπε «φεύγουμε, φεύγουμε».
Ομως, κατά τον εισαγγελέα «δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο Αντώνιος Καργιώτης έπεσε στη θάλασσα, όχι επειδή έχασε την ισορροπία του και γλίστρησε, αλλά ως αποτέλεσμα της απώθησής του από τον κατηγορούμενο, με αποτέλεσμα να επέλθει, εντός ολίγων λεπτών, ο θάνατός του λόγω πνιγμού σε έδαφος κάκωσης κεφαλής. Μάλιστα, ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε την περιδίνηση του θανόντος, αντιλαμβανόμενος ότι ήταν αδύνατον να κρατηθεί στην επιφάνεια της θάλασσας και να κολυμπήσει, λόγω της ανάδευσης των υδάτων εξαιτίας της λειτουργίας των μηχανών του πλοίου. Κατά το διάστημα, δε, αυτό, αλλά και αμέσως μετά, σε ουδεμία σωστική ενέργεια δεν προέβη. Ομοίως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι αμέσως μετά την πτώση του θανόντος στη θάλασσα, η πρώτη του αντίδραση ήταν να πει “φεύγουμε, φεύγουμε” και “έλα πάμε”, όπως σαφώς προκύπτει από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων-επιβατών του πλοίου».
Για τον ναύκληρο: «Παρέμεινε χαρακτηριστικά αδρανής»
Αντίστοιχα, ο ναύκληρος παραδέχτηκε ότι παρεμπόδισε τον Αντώνη να ανέβει στο πλοίο βάζοντας μπροστά το σώμα του, ενώ δήλωσε επίσης έκπληκτος από τη συμπεριφορά του θανόντος. Υποστήριξε, δε, πως όταν τον είδε στη θάλασσα μπήκε στο γκαράζ ζητώντας να βρεθεί κάποιο αντικείμενο για να το ρίξουν στη θάλασσα προκειμένου να πιαστεί ο άτυχος Αντώνης. Τους ισχυρισμούς του αντέκρουσε ο εισαγγελέας λέγοντας πως «αν και έβλεπε τον ύπαρχο να απωθεί επανειλημμένα τον θανόντα προς την προβλήτα και τελικά να τον ρίχνει στη θάλασσα, εντούτοις παρέμεινε χαρακτηριστικά αδρανής, στέκοντας πλησίον του έτερου κατηγορουμένου, ενώ και μετά την πτώση του στη θάλασσα η συμπεριφορά του δεν αντιστοιχεί σε ανθρώπου που ενώπιόν του διαδραματίστηκε ένα τέτοιο συμβάν και που έχει ως κύριο μέλημα να διασώσει το θύμα, παρότι είναι βέβαιο ότι το θύμα, χωρίς τη βοήθεια τρίτου προσώπου, αδυνατεί να επιπλεύσει λόγω της ανάδευσης των υδάτων. Τούτο, δε, προκύπτει σαφώς από την επισκόπηση του βιντεοληπτικού υλικού, όπου ο ανωτέρω κατηγορούμενος, μετά τη ρίψη του θύματος στη θάλασσα, γυρνάει μεν πράγματι προς το γκαράζ και φαίνεται να κάνει χειρονομίες, πλην όμως δείχνει να μη δίνει ιδιαίτερη σημασία στην πτώση του θύματος στη θάλασσα, δεδομένου ότι βαδίζει με αργό βήμα, παρά το γεγονός ότι τα δευτερόλεπτα που βρισκόταν στη θάλασσα το θύμα ήταν κρίσιμα για τη διάσωσή του και επιβεβλημένη η άμεση αντίδραση με τη ρίψη σωσιβίου ή έτερου αντικειμένου, ικανού για να επιπλεύσει».
Για πλοίαρχο, υποπλοίαρχο: «Επέλεξε να φύγει, πέφτει σε αντιφάσεις»
Σε πλήρη άρνηση των κατηγοριών προχώρησε ο υποπλοίαρχος υποστηρίζοντας πως βρισκόταν στο ρεμέτζο αλλά δεν είδε τι συνέβη, με τον εισαγγελέα να κάνει λόγο για αντιφάσεις στην απολογία του και προσπάθεια του κατηγορουμένου να αποσείσει οποιαδήποτε ευθύνη. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η απολογία του πλοιάρχου, που παραδέχτηκε ότι είδε έναν άνθρωπο να πέφτει στη θάλασσα, αλλά ενημερώθηκε για το συμβάν από το Λιμενικό. «Αντιλήφθηκε το περιστατικό που λάμβανε χώρα στον καταπέλτη ενόσω εξελισσόταν και όχι μετά την πτώση του Καργιώτη στη θάλασσα», λέει ο εισαγγελέας, που κατακεραυνώνει τον πλοίαρχο που δεν έκανε «κράτει» τις μηχανές αλλά επέλεξε να φύγει. Πλέον, τον τελικό λόγο έχει το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο, που με βούλευμά του θα αποφασίσει ποιοι κατηγορούμενοι και για ποια αδικήματα θα οδηγηθούν σε δίκη.