Τις τελευταίες εβδομάδες, σε μία επίδειξη της δύναμης και της μεταξύ τους συνεργασίας, Ρωσία και Κίνα διεξήγαγαν κοινές ναυτικές ασκήσεις και στρατιωτικές δοκιμές.
Σύμφωνα με τα όσα δήλωσαν στην DW ειδικοί, η Μόσχα επιδιώκει να αποσπάσει τις ΗΠΑ από την Ευρώπη και να αποδυναμώσει το NATO, ενώ η Κίνα στοχεύει να τρομάξει τους περιφερειακούς ανταγωνιστές και να μάθει από την πολεμική εμπειρία της Ρωσίας.
«Η Ρωσία θέλει οι ΗΠΑ να εστιάσουν περισσότερο στον Ινδοειρηνικό, με την ελπίδα πως έτσι θα μειώσουν τη στρατιωτική τους παρουσία και στήριξη στην Ευρώπη», εξηγεί ο Γινγκ-Γου Λιν, ειδικός σε στρατιωτικά ζητήματα από το Tamkang University στην Ταϊβάν.
Κατά την έναρξη των ασκήσεων στις αρχές Σεπτέμβρη, τις οποίες προσκλήθηκαν να παρακολουθήσουν 15 κράτη, ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν δεν παρέλειψε να επισημάνει πως «εστιάζουμε πολύ στην ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας με φιλικά κράτη». Φέτος πάντως η Ρωσία είχε διεξάγει ξανά κοινές ασκήσεις με την Κίνα: τον περασμένο Ιούλιο ρωσικά και κινεζικά βομβαρδιστικά πέταξαν μαζί για πρώτη φορά στον διεθνή εναέριο χώρο, ενώ στην Ευρώπη Κινέζοι στρατιώτες πραγματοποίησαν κοινές αντιτρομοκρατικές ασκήσεις στη Λευκορωσία, δηλαδή στην ανατολική πτέρυγα του NATO, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα της Πολωνίας.
Θέλει το NATO να επεκταθεί προς την Ασία;
Η δραστηριότητα της Κίνας κοντά σε νατοϊκά σύνορα οφείλεται ενδεχομένως εν μέρει στα σχέδια της Συμμαχίας να ενισχύσει τη συνεργασία της με σημαντικά κράτη της Ασίας – την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
Επιπλέον, ο Γενικός Γραμματέας του NATO Γενς Στόλτενμπεργκ έχει επικρίνει δημοσίως τη στρατιωτική στήριξη της Κίνας προς τη Ρωσία. Η Συμμαχία έχει κατηγορήσει την Κίνα πως η βοήθειά της επιτρέπει στη Ρωσία να διεξάγει τον πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας, μιας και το Πεκίνο στηρίζει τη ρωσική αμυντική βιομηχανία, μεταξύ άλλων μέσω της προμήθειας μηχανικών εργαλείων, μικροηλεκτρονικών εξαρτημάτων και άλλων τεχνολογιών που χρειάζεται η Μόσχα για να κατασκευάζει όπλα.
Αντιδρώντας στα σχέδια του NATO για την Ασία ο Λιν Γιαν, εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών, κατηγόρησε τον Ιούλιο τη Συμμαχία πως «παραβιάζει τα σύνορά της […] υπερβαίνοντας την αμυντική της ζώνη και υποδαυλίζοντας την αντιπαράθεση».
Ειδικοί στην Ευρώπη πάντως επισημαίνουν πως το ΝΑΤΟ δεν έχει καμία διάθεση να επεκταθεί και να προσφέρει πραγματικές εγγυήσεις ασφαλείας σε εταίρους από την Ανατολή, στα πλαίσια για παράδειγμα του άρθρου 5 της Συνθήκης του NATO, βάσει του οποίου θα έπρεπε να παράσχει στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη σε κάποιο κράτος-μέλος της Συμμαχίας που απειλείται από κάποια άλλη χώρα.
Τουρκία: Θεωρεί ότι οι Κούρδοι μαχητές θα εκδιωχθούν από το σύνολο του συριακού εδάφους
Ο Ίαν Λέσερ από τη δεξαμενή σκέψης The German Marshall Fund of the United States τονίζει πως δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με τη γεωγραφική επέκταση της Συμμαχίας. «Το ΝΑΤΟ έχει επικεντρωθεί πολύ στις περιοχές συμφερόντων και ευθύνης του» και στοχεύει στις «πιο προφανείς και πιο εύκολες» περιοχές συνεργασίας, όπου δεν τίθεται γεωπολιτικό ζήτημα.
«Το πιο εύκολο για το NATO θα ήταν να συνεργαστεί με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία σε παγκόσμια ζητήματα δίχως γεωγραφικά όρια, όπως είναι η κυβερνοασφάλεια, η ασφάλεια και η ανταλλαγή πληροφοριών και η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας», λέει ο ειδικός.
Ποια είναι η στρατηγική του ΝΑΤΟ στον Ινδοειρηνικό;
Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και ενώ η συνεργασία Μόσχας και Πεκίνου ενισχύεται διαρκώς, το ΝΑΤΟ επιδιώκει να αναδείξει την αξία των εταίρων του στην Ασία, ιδίως των τεσσάρων χωρών που προαναφέρθηκαν. Οι χώρες αυτές παρευρέθηκαν στην ετήσια σύνοδο του ΝΑΤΟ για πρώτη φορά το 2022, λίγους μόλις μήνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και από τότε δίνουν το παρών κάθε χρόνο.
Η στρατηγική του ΝΑΤΟ, αν και σε πρώιμο στάδιο ακόμη, περιλαμβάνει έως τώρα την ανταλλαγή διακοινώσεων σχετικά με τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας, τη σύσφιξη των δεσμών Μόσχας και Πεκίνου, τις αξιώσεις της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή, όπως και την κατάσταση ασφαλείας στην Κορεατική Χερσόνησο.
Τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ ανησυχούν επιπλέον και για την Ταϊβάν – έναν σημαντικό προμηθευτή ημιαγωγών, απαραίτητων για τα ηλεκτρικά αντικείμενα, από τα ηλεκτροκίνητα οχήματα έως τα κινητά τηλέφωνα. Το Πεκίνο απειλεί διαρκώς πως στοχεύει να επανενώσει την Ταϊβάν με την υπόλοιπη Κίνα.
Τον Ιούλιο ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Τζέικ Σάλιβαν, είχε δηλώσει πως το NATO θα ξεκινήσει τέσσερα νέα πρότζεκτ με εταίρους από τον Ινδοειρηνικό, τα οποία θα αφορούν την τεχνητή νοημοσύνη, την παραπληροφόρηση, την κυβερνοασφάλεια, αλλά και την Ουκρανία. Μέχρι τώρα όμως η Συμμαχία δεν έχει δώσει στη δημοσιότητα καμία άλλη σχετική πληροφορία.
«Θα έλεγα πως η εμβάθυνση των σχέσεων αποτελεί μία διαδικασία και ο συντονισμός του NATO με τις τέσσερις χώρες της Ασίας έχει ήδη δημιουργήσει μία σταθερή βάση», λέει ο Σαρί Άρχο Χαβρέν, ειδικός στις εξωτερικές σχέσεις της Κίνας από τη δεξαμενή σκέψης Royal United Services Institute με έδρα στις Βρυξέλλες.
Η Ιαπωνία και το NATO βρίσκονται για παράδειγμα στα τελευταία στάδια της δημιουργίας μίας ειδικής γραμμής για την ανταλλαγή άκρως απόρρητων πληροφοριών ασφαλείας, ενώ οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι έχουν εκτιμήσει περισσότερο την αμυντική βιομηχανία της Νότιας Κορέας, η οποία συνέβαλε τα μέγιστα στον έμμεσο εφοδιασμό της Ουκρανίας.
Επιφυλακτικοί οι δυτικοί σύμμαχοι
Οι δυτικοί σύμμαχοι παραμένουν πάντως επιφυλακτικοί, χωρίς να έχουν αποφασίσει ακόμη με βεβαιότητα για τον βαθμό συνεργασίας τους με τους εταίρους τους στην Ασία – το ίδιο ισχύει και για τους τελευταίους, οι οποίοι αφ’ ενός μεν δεν συμφωνούν ούτως ή άλλως σε όλα τα ζητήματα, αφ’ ετέρου δε είναι επιφυλακτικοί λόγω της επιρροής της Κίνας στην περιοχή.
Εξάλλου, το NATO δεν θέλει να ανοίξει πολλά μέτωπα, ιδίως σε μία περίοδο όπου υπάρχει πόλεμος στην ανατολική του πτέρυγα και πρέπει να ενισχύσει τις άμυνές του.
«Είναι επίσης ζήτημα πόρων – τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του NATO δεν μπορούν ουσιαστικά να επεκταθούν και στον Ινδοειρηνικό», αναφέρει η Άρχο Χαβρέν, επισημαίνοντας πως πολλές ευρωπαϊκές χώρες δαπανούν ήδη λιγότερο από το προτεινόμενο 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα και «έχουν περιορισμένες στρατιωτικές δυνατότητες ακόμα και εντός των συνόρων τους».