Μπορείς να είσαι αντικειμενικός και να μου πεις πώς σου φάνηκε το «Κρέας» ως ταινία;
Ναι, την τελευταία φορά που την είδα, στην επίσημη πρεμιέρα εδώ στην Ελλάδα, προσπάθησα να τη δω σαν θεατής. Πήρα ποπ κορν, άραξα, είχα τέσσερις κενές θέσεις δίπλα μου. Ενιωσα λίγο σαν να είμαι στον καναπέ του σπιτιού μου. Και η αλήθεια είναι ότι γέλασα, αλλά όχι με τα inside jokes. Γέλασα με τους χαρακτήρες και συγκινήθηκα πάρα πολύ, όχι με τον δικό μου χαρακτήρα, πιο πολύ με τους υπόλοιπους και με το πόσο σφίγγει ο κλοιός και φτάνουν σε ένα τέλμα οι υπόλοιποι χαρακτήρες. Νομίζω ότι είναι μια ωραία δουλειά και μια ωραία ταινία. Και είναι πολύ προσωπικό και για τον Δημήτρη και για τους υπόλοιπους. Μας άγγιξε όλους αυτή η προσπάθεια και κάπως καταθέσαμε μια προσωπική ιστορία απέναντι στην ταινία.
Πιστεύεις ότι όλο αυτό που αφηγείται η ταινία έχει σχέση με την πραγματικότητα, στο τι ενδεχομένως συμβαίνει, είτε στην επαρχία είτε και στις γειτονιές όπου ζούμε, στις πόλεις;
Ναι, πιστεύω ότι είναι πολύ κοντά. Εντάξει, η ταινία έχει και μια μυθοπλασία βέβαια. Δεν ξέρω πόσοι φόνοι, για παράδειγμα, γίνονται στην ελληνική επαρχία. Αλλά όσο να ’ναι, οι άνθρωποι καταπιέζονται, σφίγγει ο κλοιός και αναγκάζονται να επιλέγουν άλλη ζωή. Μόνο και μόνο, επειδή βρίσκονται στην επαρχία ή επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή. Οπότε, ξέρεις, μπορεί να μη γίνεται ένας φόνος πρακτικά, αλλά μια ζωή ματαιώνεται. Δεν ολοκληρώνεται, δεν ακολουθεί τον δρόμο που θέλει να ακολουθήσει.
Μιλάω και για το θέμα της υποκρισίας. Δηλαδή, στη βιτρίνα βλέπεις μια ωραία οικογένεια, δεμένη και στο παρασκήνιο γίνονται… τέρατα.
Υπάρχει πολύ βάθος, πολύ μαύρο θα έλεγα. Και νομίζω ότι αυτή είναι η παγίδα στην οποία πέφτουμε, το πόσο εντάξει θέλουμε να φαινόμαστε. Αλλά στην πραγματικότητα υπάρχουν τραύματα που έρχονται από τις προηγούμενες γενιές και τα μεταφέρουμε στην επόμενη.
Εσύ από πού πιάστηκες για αυτόν τον συγκεκριμένο ρόλο; Πώς τον δούλεψες;
Εγώ έχω μια ταύτιση με τον ήρωα επειδή κατάγομαι από την Αλβανία, από τους Αγίους Σαράντα. Ταυτίστηκα λίγο με το πώς οικειοποιείσαι έναν ρόλο που σου δίνουν, όντας ο παραγιός του αφεντικού, ως το δεξί του χέρι, που νιώθεις ευγνώμων που σου έχει δώσει δουλειά και θέλεις να τον ευχαριστήσεις. Οπότε, μπαίνεις σε μια διαδικασία να πάρεις πάνω σου έναν φόνο μόνο και μόνο για να ευχαριστήσεις τον άλλον, επειδή νιώθεις ότι του χρωστάς.
Είναι άδικο, βέβαια. Και δείχνει πως τον ρόλο που σου έχει δώσει η κοινωνία εσύ ο ίδιος τον παίρνεις και τον προβάλλεις μετά και τον αναπαράγεις. Και το κάνεις γιατί προσπαθείς να βρεθείς μέσα σε έναν κύκλο, να πάρεις μία ταυτότητα, να βρεις έναν ρόλο μέσα σε αυτό. Εχω παίξει και σε άλλες ταινίες έναν άνθρωπο αλβανικής καταγωγής, αλλά σε αυτήν την ταινία εμβάθυνα, μπήκα λίγο πιο μέσα. Αρχισα να βλέπω το πώς εγώ πολλές φορές τροφοδοτώ αυτό το πράγμα, δίνοντας στον εαυτό μου μία ταυτότητα. Και πόσο μπαίνω σε μια διαδικασία να λέω ότι χρωστάω σε κάποιους ανθρώπους που με έχουν φέρει σε αυτήν τη θέση, που με έχουν βοηθήσει, ενώ στην τελική είναι μια ισότιμη σχέση. Δίνεις κάτι, παίρνεις κάτι.
Πώς πήγαν τα γυρίσματα;
Τα γυρίσματα μάς πήραν περίπου έναν μήνα και δέκα ημέρες. Ημασταν στην Κύμη, όπου μπήκαμε μέσα σε στάβλους, σε στάνες, ασχοληθήκαμε με κτηνοτροφία. Και αυτό πιστεύω ότι ήταν ένα κέρδος της ταινίας. Αλλο όταν φαντάζεσαι ότι βρίσκεσαι σε μια στάνη και άλλο να είσαι μέσα στη στάνη, να έρχεσαι αντιμέτωπος με τις οσμές, με τα ζώα, γιατί ήταν ζωντανοί οργανισμοί. Με το κρύο, με τις συνθήκες. Για εμένα προσωπικά λειτούργησε όλο αυτό. Και το αστείο είναι ότι ο χαρακτήρας μου, ο Χρήστος, έμενε σε ένα σπιτάκι που ήταν ακριβώς δίπλα στη στάνη, που το διαμόρφωσαν σκηνογραφικά και μου πέρασε από το μυαλό μήπως να κοιμόμουν εκεί, αλλά τελικά δεν έγινε για πρακτικούς λόγους.
Αυτό το διάστημα εμφανίζεσαι και στην παράσταση «Η κληρονομιά μας» στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου.
Είναι ένα έργο του Μάθιου Λόπεζ. Είναι μία ιστορία της ομοφυλοφιλικής κοινότητας, γι’ αυτό λέγεται και «Η κληρονομιά μας», επειδή ξεκινάει από την ιστορία αυτής της κοινότητας, το πώς ξεκίνησε, τα πάθη που πέρασε, τις κακουχίες, για να φτάσει στο σήμερα, τη στιγμή που μπορεί κάποιος να πει απενοχοποιημένα ότι είναι ομοφυλόφιλος, αλλά μπορεί και όχι, γιατί ακόμα επικρατούν κάποιες αντίθετες απόψεις.
Και στην τηλεόραση κάτι ετοιμάζεις…
Είμαστε στα γυρίσματα, δεν έχουμε ολοκληρώσει ακόμα. Είναι μια διασκευή του πεζογραφικού έργου «Κατάδικος» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, που έχει κάνει η Ελένη Ζιώγα. Σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Νίκος Κουτελιδάκης μαζί με τον γιο του, τον Αγγελο. Παίζουν ο Γιάννης Νιάρρος, η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη, η Μαρία Καλλιμάνη, ο Κίμωνας Κουρής, η Λουκία Μιχαλοπούλου και η Ελένη Ζιώγα. Εγώ παίζω τον κατάδικο, τον Τουρκόγιαννο.
Αν βάλουμε δίπλα δίπλα τον Κώστα του «Xenia» του Πάνου Χ. Κούτρα και τον Κώστα του 2025, πώς σου φαίνονται αυτοί οι δύο;
Προσπαθώ να βρω την αθωότητα που είχα τότε. Γιατί όσο περνάνε τα χρόνια μπαίνεις σε ένα mood και σε μια διαδικασία να προσπαθείς να φτιάχνεις πράγματα και να λες «θα κάνω έτσι αυτόν τον ρόλο, θα κάνω αλλιώς αυτόν τον ρόλο», αλλά στην τελική αυτά είναι μόνο σκέψεις και δεν υπάρχει καμία, πώς να το πω, αθωότητα να αφήνεσαι μέσα στα πράγματα. Αυτό προσπαθώ να κάνω, δεν ξέρω αν το πετυχαίνω. Και, φυσικά, νιώθω πολύ τυχερός και πολύ χαρούμενος, ύστερα από έντεκα χρόνια. Ξεκίνησα το 2014 με το «Xenia» στις Κάννες και το 2025 συνεχίζω με το «Κρέας» στο Τορόντο. Οπότε, μόνο χαρά μού δίνει αυτό.
Για τον καινούργιο σου ρόλο, αυτόν του πατέρα, τι έχεις να πεις;
Ολα συνδέονται κάπως, γι’ αυτό νιώθω τρομερά τυχερός. Δηλαδή, τη χρονιά που μάθαμε με τη γυναίκα μου ότι είναι έγκυος είχαμε κάποιες δυσκολίες στην αρχή με την εγκυμοσύνη.
Τον μήνα που ξεπεράσαμε τις δυσκολίες, με παίρνει ο Δημήτρης Νάκος και μου λέει ότι η ταινία μας πάει στο Τορόντο. Ηταν σαν μια εικόνα που έχει μόνο σύννεφα και σε κάποια φάση ανοίγει μία τρυπούλα και βλέπεις εκεί πέρα τον ήλιο να σκάει.
Είναι το πιο ωραίο συναίσθημα το να είσαι πατέρας. Δεν έχει τίποτα νόημα στην τελική. Αρκεί να είναι το παιδί σου καλά. Η χαρά που παίρνεις από ένα χαμόγελο που θα σου σκάσει δεν περιγράφεται.
Η πλοκή της ταινίας
Σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, ο Τάκης ετοιμάζει τα εγκαίνια του νέου κρεοπωλείου του. Μία ημέρα πριν από τα εγκαίνια, ο γιος του, Παύλος, σκοτώνει τον γείτονα που διεκδικεί μέρος της γης τους. Μοναδικός μάρτυρας είναι ο Χρήστος, ένας νεαρός από την Αλβανία, τον οποίο ο Τάκης έχει μαζί του από μικρό παιδί.
Info
«ΚΡΕΑΣ»
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ-ΣΕΝΑΡΙΟ: Δημήτρης Νάκος
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: Ακύλλας Καραζήσης, Κώστας Νικούλι, Παύλος Ιορδανόπουλος, Μαρία Καλλιμάνη, Γιώργος Συμεωνίδης