ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ ο Αλ. Τσίπρας να θεωρεί ότι η δημιουργία τοξικού κλίματος στον πολιτικό βίο θα του αποφέρει κομματικά οφέλη, η πραγματικότητα ωστόσο είναι εντελώς διαφορετική. Η Ελλάδα κοιτάζει μπροστά και όποιος προσπαθεί να καλύψει την έλλειψη προγράμματος και αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, με πρακτικές του παρελθόντος, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσει τη δυσπιστία της κοινωνίας και στις κάλπες.
ΤΑ ΕΞΑΓΟΜΕΝΑ όλων των δημοσκοπήσεων καταγράφουν ένα μεγάλο προβάδισμα του κυβερνώντος κόμματος έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, με διαφορές που παραπέμπουν στο εκλογικό αποτέλεσμα του 2019. Παράλληλα όμως τα ποιοτικά στοιχεία των ερευνών δείχνουν, όπως επισημάναμε και την περασμένη Κυριακή, ότι οι πολίτες ενδιαφέρονται περισσότερο για την οικονομία, τα εθνικά θέματα και την καθημερινότητά τους και κατατάσσουν πολύ χαμηλά στην ατζέντα τους τη σκανδαλολογία. Για αυτό και είναι σε όλους αντιληπτό πως οι εκλογές θα κριθούν από τη σύγκριση μεταξύ των τελευταίων δύο περιόδων διακυβέρνησης της χώρας, όπου η διαφορά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι καταλυτική.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
ΤΗΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ εβδομάδα ο πρωθυπουργός παρουσίασε έναν οδικό χάρτη για την οικονομία και την αγορά εργασίας, εγκαινιάζοντας μια σειρά θεματικών συνεντεύξεων. Το βασικό στοιχείο που προκύπτει είναι ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες και για την αύξηση των μισθών σε όλα τα κλιμάκια, και όχι μόνο στον κατώτατο, αλλά προφανώς όλα θα πρέπει να γίνουν με σταθερά βήματα και χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική εξυγίανση.
ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΣΤΗΡΙΞΗΣ των πολιτών από την κυβέρνηση θα συνεχιστούν, ενώ από το 2024 θα ισχύσει ένα νέο μισθολόγιο για τους δημοσίους υπαλλήλους, ύστερα από 12 χρόνια μειώσεων ή παγώματος αποδοχών, ενώ για πρώτη φορά δίνονται αυξήσεις στις συντάξεις, προσφέροντας μια σημαντική ανάσα σε εκατομμύρια δικαιούχους που είχαν υποστεί τις μνημονιακές περικοπές.
Η ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΗ αντιπολίτευση έχει αποδυθεί σε ένα όργιο κινδυνολογίας και μαύρης προπαγάνδας και για την οικονομία, όμως οι προβλέψεις της έχουν διαψευστεί από τα γεγονότα. Η οικονομία αναπτύσσεται και ο τζίρος των επιχειρήσεων μεγαλώνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών έχει μειωθεί, ωστόσο τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι αυξήθηκε, όπως έχουν αυξηθεί και οι καταθέσεις. Αυτό που χρειάζεται βεβαίως είναι να αντιμετωπιστεί πιο αποτελεσματικά το πρόβλημα της ακρίβειας που είναι το μεγαλύτερο για τα νοικοκυριά, όμως η δυσπιστία της κοινωνίας δεν είναι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά για τον ΣΥΡΙΖΑ.